«Υπάρχει και σήμερα Ολυμπιακό Ιδεώδες»
Συνέντευξή μου στην ιστοσελίδα Reader.gr, στον δημοσιογράφο Γιάννη Δημητρέλλο
– Αθήνα 2004. Τι θυμάστε πιο έντονα;
«Το 2004 ήταν μια μαγική χρονιά για τη χώρα. Οι εικόνες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου, από την προετοιμασία τους κιόλας, ως την τελετή έναρξης, και φυσικά ως τη λήξη τους. Ήταν μια εποχή που η Ελλάδα άνοιξε μια αυλαία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και έδειξε ό,τι καλύτερο διαθέτει. Ήταν μια εποχή, της οποίας οι μνήμες έχουν μείνει μέσα μου, σαν ολοζώντανες εικόνες».
Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της ζωής σας; Πόσο διαφορετικές ήταν εκείνες οι εικόνες;
«Ήταν το 1972, στο Μόναχο και τους έχω συνδέσει στη μνήμη μου με το περιστατικό εκείνης της τρομοκρατικής ενέργειας κατά της ισραηλινής ομάδας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου εξηγεί τι είχε συμβεί, και την τηλεόραση να μεταδίδει πρωτόγνωρες εικόνες για την ιστορία των Αγώνων. Με τους Αγώνες, ως συλλέκτης όμως, ξεκίνησα να ασχολούμαι από το 2004, την εποχή που η κόρη μου ήταν δύο ετών. Τότε, μου γεννήθηκε η επιθυμία να της χαρίσω κάτι από την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, κάτι που να έχει μια αξία. Δεν ασχολήθηκα τόσο με τα καπελάκια, τις μπλούζες, και άλλα προϊόντα. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση ήταν οι καρφίτσες πέτου».
– Κάποιες είναι αρκετά σπάνιες!
«Ναι όντως, κάποιες είναι δυσεύρετες, κάποιες είναι αρκετά κοινές, υπάρχει μια τεράστια συλλογή από καρφίτσες όλων των Ολυμπιακών Αγώνων, από το 1896 μέχρι και σήμερα, από καρφίτσες που παρήχθησαν στο εμπόριο μέχρι πρότυπα που σχεδιάστηκαν, αλλά δεν βγήκαν ποτέ στην παραγωγή, και με το πέρασμα των ετών και με αρκετή έρευνα, κατάφερα να την αποκτήσω. Αυτή η συλλογή, μέσω του Μουσείου Μπενάκη, θα δοθεί στο Ολυμπιακό Μουσείο. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό».
– Πώς συνδέεται η οικογένειά σας με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896;
«Δεν ήξερα ότι η οικογένειά μου έχει εμπλακεί στους πρώτους Αγώνες της Αθήνας. Το έμαθα πολύ αργότερα, σε μια έκθεση του μουσείου Μπενάκη με φωτογραφίες των Αγώνων του 1896. Τότε διαπίστωσα ότι είχε φτάσει το άλμπουμ στο Μουσείο Μπενάκη μέσω του Γεωργίου Στρέιτ (πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, Υπουργός Εξωτερικών τη διετία 1913-14), ο οποίος ήταν προπάππους μου, και είχε συμμετάσχει στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων».
– Τι σας συναρπάζει στους Ολυμπιακούς Αγώνες;
«Η προσπάθεια, σε συνδυασμό με την άμιλλα. Βλέπουμε αθλητές που είναι οι καλύτεροι παγκοσμίως στο άθλημά τους, οι οποίοι στηρίζουν άλλους αθλητές, που είτε είναι κι εκείνοι κορυφαίοι και με εντυπωσιακές διακρίσεις είτε διεκδικούν τις πρώτες τους διακρίσεις. Όλο αυτό μου δείχνει ευγένεια και πολιτισμό, στο υψηλότερο επίπεδο. Μακάρι αυτό να το είχαμε και στην πολιτική, να επιδιώκαμε, όχι μόνο για να γίνουμε καλύτεροι εμείς οι ίδιοι αλλά και ο διπλανός μας. Είναι εντυπωσιακός αυτός ο συνδυασμός, το να παλεύει κανείς όλη του τη ζωή για να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο, να αγωνίζεται και να στερείται πράγματα, και να αποδέχεται ότι ο συναθλητής του μπορεί να είναι ο καλύτερος στον κόσμο, αυτό με συνεπαίρνει. Αν δεν υπήρχε αυτό ως αρχαιοελληνική αξία, πιστεύω δεν θα το είχαμε καθόλου στους νεότερους Αγώνες.
– Πιστεύετε στο Ολυμπιακό Ιδεώδες;
«Υπάρχει και σήμερα Ολυμπιακό Ιδεώδες, το πιστεύω. Και πιστεύω πως υπάρχει και εκτός των Ολυμπιακών Αγώνων, σε τομείς της ζωής που η ανιδιοτελής προσφορά υπερβαίνει τη φιλοδοξία. Κάθε φορά που ένας λαός καλείται να δώσει το όλον της ψυχής του για να πετύχει ένα στόχο, τότε φαίνεται ο πολιτισμός του, οι αξίες που τον χαρακτηρίζουν».
– Ο χώρος που βρισκόμαστε σήμερα σας θυμίζει κάτι από τους Αγώνες του 2004;
«Ο συγκεκριμένος όχι, γιατί παραπέμπει στο 1896! (γελάει), αλλά το μουσείο των Αγώνων είναι ένας θαυμάσιος χώρος, που συγκεντρώνει ένα σωρό αντικείμενα, κειμήλια, εντυπωσιακά σημεία αναφοράς από την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Ναι μεν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν εμπορευματοποιηθεί, κι αυτό κάνει ό,τι παράγουν σήμερα οι Αγώνες πιο “κοινό” σε σχέση με όσα βλέπαμε το 1896, το 1904 και αργότερα, αλλά η αισθητική τους παραμένει, η ομορφιά και η μοναδικότητά τους είναι εδώ. Ακόμα και οι καρφίτσες πέτου μάς θυμίζουν τι μπορούμε να κάνουμε ως Έλληνες αν συσπειρωθούμε μπροστά σε έναν κοινό στόχο»
– Πόσο διαφορετικός ή πόσο όμοιος είναι ο αγώνας ενός πολιτικού κι ενός αθλητή;
«Δεν έχω υπάρξει μεγάλος αθλητής, οπότε δεν μου είναι εύκολο να κάνω τη σύγκριση! (γελάει). Αυτό που πιστεύω πως είναι κοινό σημείο αναφοράς, είναι ότι δεν μπορείς να σταματήσεις να γίνεσαι καλύτερος απ’ αυτό που ήσουν χθες. Και κάθε εμπειρία που βιώνεις, κάθε νίκη, ή και κάθε απογοήτευση, ακόμα και η κούραση της προσπάθειας σε ανταμείβει, όταν βλέπεις ότι αυτό που άφησες πίσω σου έχει κάποια αξία. Στο Υπουργείο που θήτευσα πχ, ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες λόγω των μνημονίων, αλλά και η ομάδα μου κι εγώ, πετύχαμε κάποιους σημαντικούς στόχους. Όλα τα δεινά του κόσμου δεν συγκρίνονται με εκείνη τη στιγμή που αισθάνεσαι ότι κάτι έχεις προσφέρει στον τόπο σου».
– Θα ακούμε διαρκώς για νίκες και ήττες στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σε ποια νίκη μπορεί να αποσκοπεί η ελληνική κοινωνία;
«Στην αναγνώριση. Για μένα δεν νοείται για κανένα άνθρωπο, καμία κοινωνία, το να δίνει διαρκώς, να κοπιάζει και να κάνει θυσίες, χωρίς να παίρνει κάτι πίσω, χωρίς να αναγνωρίζεται ο αγώνας της».