Οι ρυθμίσεις τής Κυβέρνησης για τα «κόκκινα δάνεια» και το ιδιωτικό χρέος πέρασαν, παρά τις ενστάσεις τού ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων τής Αντιπολίτευσης. «Διευθετήθηκε» τελικά το θέμα των «κόκκινων δανείων»; Υπάρχουν κάποιες εγγυήσεις για την προστασία τής πρώτης κατοικίας;

Ένα θα σας πω, για το Νομοσχέδιο για τα κόκκινα δάνεια: στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία συμμετείχαν μόνο τράπεζες. Όχι μόνο δεν ακούστηκε η φωνή των δανειοληπτών, αλλά δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν ούτε οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι που γνωρίζουν καλά τις διαφορετικές πτυχές των προβλημάτων που βιώνουν οι δανειολήπτες. Έτσι, αντί να κάνουν τη μεγάλη μεταρρύθμιση που χρειάζεται η κοινωνία και η οικονομία, οι κ.κ. Χατζηδάκης και Μητσοτάκης έχασαν την ευκαιρία, κάνοντας μερεμέτια σε ένα οικοδόμημα που κατεδαφίζεται καθημερινά.

Τι θα μπορούσε να γίνει; Ως ΠΑΣΟΚ, καταθέσαμε 8 τροπολογίες που αφορούν 14 προτάσεις για το Ιδιωτικό Χρέος. Προτάσεις που ξεκινούν με αφετηρία τον δανειολήπτη. Μιλήσαμε για την προστασία τής πρώτης κατοικίας, για τους συνεπείς δανειολήπτες, για τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο, για τα δικαιώματα των εγγυητών, για τους παλιννοστούντες, για την προστασία τής αγροτικής γης αγροτών που δεν έχουν άλλο εισόδημα, για τον συμψηφισμό των χρεών προς το δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, για την προαίρεση τού δανειολήπτη να αγοράζει το δάνειό του και άλλα.

Φέραμε αυτές τις προτάσεις για τρεις λόγους: πρώτον, διότι είναι δίκαιες. Αφορούν ανθρώπους που σήμερα παλεύουν να πληρώσουν. Δεύτερον, διότι πιστεύουμε ότι το θέμα των κόκκινων δανείων αφορά τόσο την οικονομία όσο και την κοινωνία. Χιλιάδες δανειολήπτες, τα παιδιά και οι εγγυητές τους, που θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην οικονομία επενδύοντας, αποταμιεύοντας και ξοδεύοντας, σήμερα μένουν αδρανοποιημένοι. Αυτό είναι κακό για την οικονομία. Και τρίτον, διότι πιστεύουμε ότι δεν θα σώσουμε τους δανειολήπτες δυναμώνοντας τις τράπεζες, αλλά ότι θα σώσουμε τις τράπεζες δυναμώνοντας τους δανειολήπτες.

Ο μεγάλος βραχνάς των πολιτών και των νοικοκυριών είναι η ακρίβεια, ενώ φαίνεται πως έρχεται και νέο κύμα ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα. Πώς μπορεί να αναχαιτιστεί και να περιοριστεί, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, η ακρίβεια και το κύμα των νέων ανατιμήσεων;

Το πιο αποτελεσματικό εργαλείο κατά τής ακρίβειας, είναι οι έλεγχοι στην αγορά. Δεν μπορούν να σταματήσουν τον πληθωρισμό, αλλά καθυστερούν τις αυξήσεις των τιμών και επιταχύνουν τη μείωσή τους. Η νέα τάση μεταξύ οικονομολόγων, που ασχολούνται με την ακρίβεια, λέει ότι αντίθετα με παλιές προσεγγίσεις, κάθε κλάδος θέλει άλλη αντιμετώπιση τού πληθωρισμού, ανάλογα με το είδος και το βάθος τής εφοδιαστικής αλυσίδας τού προϊόντος. Τι από αυτά έλαβε υπόψη η Κυβέρνηση; Τίποτα.

Ενώ η ακρίβεια ξεκίνησε περίπου 2 χρόνια πριν, το φθινόπωρο του 2021, τα πρώτα πρόστιμα μπήκαν το 2023. Δύο σχεδόν χρόνια μετά. Χάθηκε, δηλαδή, πολύτιμος χρόνος και ισοπεδώθηκε η αγοραστική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, καθ’ όλη τη διάρκεια του κύματος ακρίβειας ζητάμε από την Κυβέρνηση να προβεί σε μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και να γίνονται έλεγχοι στην αγορά. Καλά είναι τα pass για ανθρώπους που τα βρίσκουν δύσκολα,  τα ψηφίσαμε και εμείς. Όμως, ούτε αυτά τα pass, ούτε οι αυξήσεις των μισθών, ούτε τα ταμπελάκια στα σουπερμάρκετ μπορούν να ισοσκελίσουν την ακρίβεια. Και φυσικά δεν μπορούν να αναπληρώσουν το χαμένο εισόδημα από την ολιγωρία τής Κυβέρνησης.

Πέραν της διπλής και ευρύτατης ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, φαίνεται -τουλάχιστον- με τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων πως η φθορά του συνεχίζεται. Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ για την ώρα έχει απειροελάχιστα κέρδη. Πού οφείλεται αυτή η «σχετική στασιμότητα»;

Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο κόσμος, μετά την αποχώρηση από έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, χρειάζεται χρόνο για να σκεφτεί, να δει προς τα πού θέλει να πάει. Στόχος δικός μας, είναι να εμπνεύσουμε όσους περισσότερους πολίτες γίνεται, ξεκινώντας από τα 2,5 εκατομμύρια, Ελληνίδες και Έλληνες, που ψήφισαν το 2009 -την τελευταία φορά που το ΠΑΣΟΚ πήρε την εξουσία- και που σήμερα απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν. Και αυτό που παρατηρεί κανείς γυρνώντας ανά την Ελλάδα, αλλά και στις γειτονιές της Αθήνας, που είναι η Περιφέρειά μου, είναι πως ο κόσμος θέλει να μάθει τι έχουμε να πούμε. Το ενδιαφέρον, έχει στραφεί στο ΠΑΣΟΚ. Είναι χρέος μας να καταφέρουμε να πείσουμε αυτούς τους ανθρώπους ότι έχουμε κυβερνητικό πρόγραμμα που μπορούν να εμπιστευτούν και να τους κινητοποιήσουμε, πείθοντάς τους ότι κάτι αλλάζει στο πολιτικό σύστημα.

Σε ό,τι αφορά τις Ευρωεκλογές, είναι τελικά στόχος και πολιτική επιλογή του ΠΑΣΟΚ η δεύτερη θέση;

Ο δικός μας στόχος, όπως έχει πει εξάλλου και ο Πρόεδρός μας, ο Νίκος Ανδρουλάκης, είναι στις επόμενες εθνικές εκλογές να αποτελέσουμε την αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση για τη χώρα, απέναντι στις πολιτικές τού κ. Μητσοτάκη. Με νηφάλια αντιπολίτευση, χωρίς κραυγές, παρουσιάζοντας τις προτάσεις μας, πιστεύουμε ότι θα το πετύχουμε. Σίγουρα, οι Ευρωεκλογές είναι το επόμενο μεγάλο «τεστ» και πιστεύω πως θα καταφέρουμε να αυξήσουμε τα ποσοστά μας, να είμαστε δεύτερο κόμμα και να θέσουμε τις βάσεις, ώστε γρήγορα να γίνουμε Κυβέρνηση.

Η ΝΔ, για την ώρα, έχει υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά και η απόστασή της από το δεύτερο κόμμα φαίνεται «χαώδης». Το ΠΑΣΟΚ, διαμηνύει πως είναι η εναλλακτική λύση τής ΝΔ και η νίκη στις εθνικές εκλογές. Αυτή η επιδίωξη, περνάει μέσα από αυτοδυναμία ή από συνεργασίες με όμορους πολιτικούς χώρους;

Το ΠΑΣΟΚ ήταν, είναι και θα είναι πάντα κόμμα εξουσίας, όχι διαμαρτυρίας. Κόμμα εξουσίας, είναι ένα κόμμα που έχει ένα πρόγραμμα για το οποίο πιστεύει ότι, αν εφαρμοστεί, θα είναι για το καλό τής χώρας. Η δουλειά μας, τώρα, είναι να πείσουμε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού να το πιστέψει και εκείνη. Συνεργασίες στη βάση, δηλαδή σε συλλογικότητες, όπως η Αυτοδιοίκηση και τα Επιμελητήρια, μπορούν να γίνουν, αν συμβάλλουν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Τι σημαίνει η επισήμανση τού Προέδρου τού ΠΑΣΟΚ, σε πρόσφατη συνέντευξή του, πως θα έτεινε χέρι φιλίας στους «11» που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αν υπήρχε προσέγγιση-συμφωνία σε Παιδεία και Υγεία.

Αυτό που είπε ο Πρόεδρός μας, το οποίο το πιστεύω και εγώ, είναι πως για να γίνει μία συνεργασία, χρειάζονται συμφωνίες γύρω από θέματα τα οποία αποτελούν προτεραιότητα για την κοινωνία. Όσο πιο κοντά στη βάση τού προβλήματος βρούμε κοινό έδαφος, τόσο το καλύτερο. Αλλιώς, σχεδιάζουμε επί χάρτου σε κλειστά δωμάτια και τίποτα καλό δεν βγαίνει από εκεί.