Υπάρχουν «αναταράξεις» στα μείζονα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Με τη “Βόρεια Μακεδονία” πώς βλέπετε να εξελίσσεται η κατάσταση; Χρειάζονται πρόσθετες πρωτοβουλίες και κινήσεις από την Ελλάδα για να «μαζευτεί» το όλο θέμα;

Όσοι έχουμε εμπειρία από Υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουμε πως στην εξωτερική πολιτική, αν χρειάζεται να «μαζεύεις» θέματα, σημαίνει ότι έχεις αποτύχει. Απαιτείται ενεργητική εξωτερική πολιτική πρωτοβουλιών. Που διαλύει τα σύννεφα πριν καν εμφανιστούν. Σήμερα, αυτό δεν ισχύει: βλέπουμε να μαζεύονται σύννεφα στα βόρεια σύνορά μας και αυτό πρέπει να αλλάξει. Και για μία χώρα σαν την Ελλάδα, βασική αρχή, για να έχει την πρωτοβουλία στα θέματα που την αφορούν, είναι να σέβεται το διεθνές δίκαιο και να λειτουργεί ως παράγοντας σταθερότητας. Να κάνει, δηλαδή, εξωτερική πολιτική αρχών. Αυτό, για πολλά χρόνια, μας έδινε τη δυνατότητα να είμαστε ο έντιμος διαμεσολαβητής, σχεδόν σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα και να κινούμαστε άνετα, τόσο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, όσο και Βορρά και Νότου. Όταν η Ελλάδα αδρανεί, όταν η Ελλάδα αποποιείται τον ιστορικό της ρόλο ως γέφυρα και επενδύει μονομερώς στη σχέση της με μία υπερδύναμη, τότε χάνει το κύρος της. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στα βόρεια σύνορά μας, είναι αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα, ούτε επί Ανδρέα Παπανδρέου ούτε επί Κώστα Σημίτη, ούτε επί Γιώργου Παπανδρέου. Οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ήξεραν τι σημαίνει ενεργητική εξωτερική πολιτική πρωτοβουλιών. Χρειαζόμαστε μία νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, για να ξαναπιάσουμε το νήμα.

Κινητικότητα και στα Ελληνοτουρκικά, με τις αδιάλλακτες θέσεις της Τουρκίας στο τραπέζι. Εκτιμάτε πως μπορεί να προχωρήσει, στα λεγόμενα δύσκολα θέματα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος;

Η Ελλάδα κερδίζει όταν έχει τη στρατιωτική, διπλωματική και οικονομική δύναμη να είναι παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Η Τουρκία παίζει τον αντίθετο ρόλο. Κάθε φορά που η Τουρκία θέλει κάτι, δημιουργεί μια κρίση. Είτε στο μεταναστευτικό, είτε παραβιάζοντας τα σύνορα γειτόνων της, είτε αμφισβητώντας διεθνείς συμφωνίες, είτε αγοράζοντας όπλα από εχθρούς του ΝΑΤΟ. Η «σκαλέτα» των κρίσεων που χρησιμοποιεί είναι ατελείωτη και, στο τέλος, καταλήγει στο να τη «χρυσώνουν» Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι, για να κάνει πίσω. Αυτός, είναι ο κύριος λόγος που δεν πιστεύω ότι η τουρκική Κυβέρνηση έχει πραγματική διάθεση να φτάσει στον διάλογο, στα επίμαχα θέματα. Ξέρει ότι στο γήπεδο του διεθνούς δικαίου θα χάσει. Αυτό, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ενθαρρύνουμε τις συνθήκες διαλόγου. Το αντίθετο. Ο δικός μας ο ρόλος θα πρέπει να είναι να κερδίζουμε συνέχεια κύρος, επενδύοντας στο διεθνές δίκαιο, ώστε στο τέλος, να επιβάλουμε τους όρους που θέλουμε. Όρους ειρήνης, όρους δικαίου. 

Η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις είναι ο μεγάλος βραχνάς των πολιτών. Υπάρχουν προτάσεις και πολιτικές για να αλλάξει αυτή η ζοφερή κατάσταση;

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, στην ακρίβεια έβαλε πρώτα την επικοινωνία και μετά την ουσία. Στην αρχή, χάθηκε πολύτιμος χρόνος από την Κυβέρνηση, που δεν έλαβε υπόψιν το πρόβλημα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το φθινόπωρο του 2021. Όταν ήρθε ο πόλεμος της Ουκρανίας και τα πράγματα χειροτέρεψαν, τότε ξεκίνησε να συζητάει για το ζήτημα, χωρίς όμως να υπολογίζει την εγχώρια αισχροκέρδεια, με αποτέλεσμα ο πλούτος να συσσωρεύεται στα χέρια λίγων. Τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα, ο κ. Σκρέκας, αναιρώντας τον κ. Γεωργιάδη, θυμήθηκε να μιλήσει ανοιχτά για αισχροκέρδεια επιβάλλοντας πρόστιμα. Από την άλλη μεριά, η Κυβέρνηση, γονάτισε μεσαία τάξη και ασθενέστερους με τους έμμεσους φόρους, ώστε να μπορεί να δώσει PASS στους ίδιους ανθρώπους που φορολογεί. Οι δικές μας προτάσεις έχουν εκφραστεί πολλές φορές. Χρειάζονται, πρώτον, έλεγχοι στην αγορά ώστε να καθυστερούν τις αυξήσεις των τιμών και να επιταχύνουν τις μειώσεις τους. Και δεύτερον, μείωση του ΦΠΑ σε είδη βασικής ανάγκης και καύσιμα, διότι πιστεύουμε ότι βοηθάει όχι μόνο στην επιβίωση πολλών νοικοκυριών, αλλά και για να νιώθουμε όλοι μας ότι αυτά που βγάζουμε, μας αρκούν για να ζήσουμε.

Γιατί, αν και με φθορά και προβλήματα, η ΝΔ παραμένει σταθερά πρώτη και με μεγάλη απόσταση από το δεύτερο κόμμα, τουλάχιστον δημοσκοπικά;

Η Κυβέρνηση χαίρει ακόμη της ανοχής του κόσμου από την προηγούμενή της εκλογική νίκη. Η δυσαρέσκεια, όμως, έχει χτυπήσει κόκκινο και αυτό αρχίζει να αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Παρόλα αυτά, εγώ δεν πιστεύω ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να ετεροπροσδιορίζεται, διότι η βασική πηγή ψηφοφόρων για εμάς δεν είναι όσοι ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία, αλλά οι παραδοσιακοί μας ψηφοφόροι, που σήμερα δεν πάνε στην κάλπη. Για κάθε έναν ψηφοφόρο του ΠΑΣΟΚ που πάει στην κάλπη, υπάρχουν περίπου τρεις που απέχουν. Τα κόμματα είναι σωστό να κοιτάνε τα ποσοστά, γιατί αυτά διαμορφώνουν τις επικοινωνιακές εντυπώσεις, αλλά για την ουσία της πολιτικής, θα πρέπει να κοιτάμε και πόσο κόσμο εμπνέουμε και φέρνουμε στην κάλπη.

Ποιος είναι ο πήχης για το ΠΑΣΟΚ στις Ευρωεκλογές;… Είναι ρεαλιστικός στόχος να είναι δεύτερο κόμμα;

Είναι απόλυτα ρεαλιστικός ο στόχος που έχει θέσει ο Πρόεδρός μας για δεύτερη θέση, με πολύ αυξημένα ποσοστά, ώστε να αμφισβητηθεί στην πράξη η αλαζονεία Μητσοτάκη και να δημιουργηθεί προοπτική κυβερνητικής αλλαγής, στις επόμενες εθνικές εκλογές. Έχουμε ένα πολύ δυνατό ψηφοδέλτιο, αποτελούμενο από ανθρώπους που γνωρίζουν την Ευρώπη και τα προβλήματά της και πιστεύω πως αυτό θα αναγνωριστεί, στον λίγο χρόνο που έχουμε μπροστά μας μέχρι τις ευρωεκλογές. 

Αν δεν μεταβληθεί στις ευρωεκλογές αισθητά το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, υπάρχει ενδεχόμενο πλήρους ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς και συγκλίσεων των προοδευτικών κομμάτων;

Η οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων θα πρέπει να ξεκινήσει από τη βάση. Θα πρέπει ο κόσμος να μας δείξει τον δρόμο για να συνεργαστούμε και όχι το αντίθετο. Οποιαδήποτε συνεργασία γίνει στην κορυφή, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν την ίδια ώρα αυτή η συνεργασία δεν εκφραστεί σε συλλογικότητες, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα επιμελητήρια, οι συνεταιρισμού και οι συνδικαλιστικοί φορείς.