Ένα λάθος δεν μπορεί να αντικαθίσταται από το επόμενο
Συνέντευξή μου στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ 100,3», στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα
-Υπήρξε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που τα πάντα ήταν δεδομένα για το πώς θα προχωρήσει η Ευρώπη, άρα και οι Ευρωεκλογές. Τα πράγματα έχουν αλλάξει τελευταία, διότι έχουν αρχίσει να προκύπτουν σοβαρά διλήμματα στην ίδια την Ευρώπη. Επομένως, το επόμενο χρονικό διάστημα θα δούμε ποιος θα επικρατήσει τελικά και τι Ευρώπη θέλουμε. Υπάρχουν 2 εκδοχές αυτήν τη στιγμή: Η μία, είναι οι παλιοί Ευρωπαϊστές, οι οποίοι επανέρχονται με μια διάθεση να βάλουν πάλι το όραμα της Ευρώπης στο προσκήνιο, αυτήν της αλληλεγγύης, των λαών και των μελών της, μέσα σε αυτούς είναι και οι οι Ευρωσοσιαλιστές, οι πιο κεντρώοι, που καταλαβαίνουν ότι η Ευρώπη, αν δεν κάνει μια πολύ μεγάλη επένδυση στον εαυτό της, θα πεθάνει πολύ σύντομα. Από την άλλη μεριά, βρίσκονται εκείνοι που θα αντισταθούν, οι πολύ σκληροί, οι νεοφιλελεύθεροι, σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς, οι οποίοι θέλουν την Ευρώπη για δική τους χρήση.
-Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο η ακροδεξιά να είναι δεύτερη δύναμη στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο, ο αντιευρωπαϊσμός των δεξιών κομμάτων αρχίζει να αποκτά ωφελιμιστικά χαρακτηριστικά.
Δηλώνουν ότι «δεν θέλουν την Ευρώπη», εκλέγονται, έτσι, ως αντιδραστική φωνή, αλλά από την ώρα που θα εισαχθούν στην Ένωση, θα την απομυζήσουν για να παραμείνουν στην εξουσία.
-Και σε ορισμένα κεντρώα κόμματα, επικρατεί ο μαξιμαλισμός, η αδιαφορία για το «Τι Ευρώπη χτίζουμε;», καθώς και η εστίαση στο τι τελικά θα κερδίσουν τα ίδια τα κόμματα, παρά η χώρα τους. Έτσι, αναιρείται όλο το καλό που έχει να δώσει η Ευρώπη, πολύ γρήγορα, χωρίς να χτίζεται κάτι για το μέλλον. Οι Σοσιαλδημοκράτες, λοιπόν, πρέπει να επιτελέσουν έναν πολύ διαφορετικό ρόλο και να υπάρχει μια επένδυση σε ό,τι αφορά την ίδια την Ευρώπη και το πώς αυτή χτίζει τη σχέση με τους πολίτες της.
-Το ζήτημα είναι πώς οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα εσωτερικεύουν μία τέτοια συζήτηση και αυτές τις ιδέες. Το ΠΑΣΟΚ έχει μετατρέψει αυτές τις ιδέες σε εσωτερικό πρόγραμμα. Η ιστορία του, ακόμα, δείχνει μια σχέση με την Ευρώπη, πολύ πιο εποικοδομητική και μακροχρόνια από ό,τι βλέπουμε στα κόμματα της Δεξιάς. Παρόλα αυτά, η μεγάλη πρόκληση, είναι να ενταχθεί αυτό στο προσκήνιο της επικοινωνίας, μέχρι τις εκλογές. Αντί να συζητάμε συνέχεια τις δημοσκοπήσεις, να αρχίσουμε να συζητάμε για το τι είναι αυτό που τελικά καθορίζει τους ανθρώπους που θα στείλουμε στην Ευρωβουλή. Διότι, καλοί είναι οι celebrities και μακάρι κάποιοι άξιοι άνθρωποι να πάνε στην Ευρωβουλή, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε, είναι ανθρώπους που θα δουλέψουν για την Ελλάδα και για την ενωμένη Ευρώπη. Αυτούς θα πρέπει να επιλέξουμε, γιατί αλλιώς, θα έχουμε αφήσει τα πράγματα στο έλεός τους. Στο δικό μας χέρι είναι να φέρουμε αυτή τη συζήτηση στο προσκήνιο.
-Δεν αμφισβητούμε τις δημοσκοπήσεις και τις χρησιμοποιούμε ως εργαλείο. Το πρόβλημα είναι πως δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να πετύχουμε ολοκληρωτικά τον στόχο του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, να κινητοποιήσουμε τις μεγάλες δυνάμεις που έχει η κοινωνία, οι οποίες περιμένουν να εμπνευστούν από κάτι. Άρα, στον χρόνο που μας απομένει, καλούμαστε να εντοπίσουμε τα πιο σημαντικά θέματα και να πείσουμε τον κόσμο ότι εμείς έχουμε μια πρόταση που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αυτό, θα γίνει μιλώντας στον κόσμο, είτε στα Μέσα, είτε πηγαίνοντας στις γειτονιές. Πρέπει να τους πείσουμε ότι η πραγματική δύναμη της ψήφου είναι το πώς αυτή θα αξιοποιηθεί για το καλό της Ελλάδας.
– Όσον αφορά το ποιος θα μπορούσε να εκφράσει το «αντι-Μητσοτακικό μέτωπο» και αν η επιμονή της αντιπολίτευσης σε αυτό υπονομεύει τον πολιτικό της λόγο, η αδυναμία της απάντησης, προέρχεται από τη δύναμη της ερώτησης. Από την ώρα που ο στόχος είναι η ήττα του κου Μητσοτάκη, κατευθύνεσαι για μία αναμέτρηση πρόσωπο με πρόσωπο. Το ζητούμενο, πλέον, είναι να αλλάξουμε πολιτική. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται μια ομάδα η οποία μπορεί να υποστηρίξει τις θέσεις της και ότι αυτές θα γίνουν πράξεις. Και, προφανώς, χρειάζεται και ένας ηγέτης. Βέβαια, ο άνθρωπος που έχει την εξουσία, έχει και το πλεονέκτημα. Άρα, το θέμα δεν είναι ποιος θα κερδίσει τον κο Μητσοτάκη, αλλά το πώς θα αλλάξουμε, πώς η χώρα θα αλλάξει πορεία και ποιοι είναι οι άνθρωπο που θα το κάνουν πράξη.
– Παρότι οι ευρωεκλογές πλησιάζουν, η περίοδος των αποφάσεων είναι ακόμα πολύ μακριά. Οι τελικές αποφάσεις θα παρθούν την τελευταία εβδομάδα, ακόμα και τις τελευταίες δύο μέρες. Ο κόσμος θα μας κρίνει μέχρι τότε. Άρα, η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ αντικατοπτρίζει περισσότερο τις προηγούμενες εκλογές, παρά αυτό που θα συμβεί στην κάλπη.
-Οι πολιτικοποιημένοι πολίτες βρίσκονται, πάλι, σε στάση αναμονής. Εκεί πιστεύω ότι είναι η μεγάλη πρόκληση, από το 1996 μέχρι σήμερα, με μια μικρή διακοπή την περίοδο του ΣΥΡΖΑ, επί Αλέξη Τσίπρα. Ουσιαστικά, ένα είναι το ζητούμενο των Ελλήνων ψηφοφόρων και έχει αποτυπωθεί στα συνθήματα όλων των κομμάτων. Αυτό, είναι το να αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί το κράτος, από τον εκσυγχρονισμό στην επανίδρυση, στο επιτελικό κράτος, στο «πρώτα ο πολίτης». Πάντα, απογοητεύουμε τους πολίτες σε σχέση με αυτό το οποίο υποσχόμαστε. Λοιπόν, τώρα, οι πολίτες ή θα βρουν κάποιον άλλον τον οποίο θα εμπιστευτούν, πραγματικά, για να αλλάξει το κράτος ή θα επιλέξουν αυτόν που σκοπεύει να το διαλύσει. Όσο δεν έχουμε αποκρυσταλλώσει την πρώτη πρόταση, επικρατεί η δεύτερη, και εκεί, βρίσκουν έδαφος και τα “reality shows” και η ακροδεξιά. Δεν έχουν το διακύβευμα που θα κάνει τον κόσμο να φτάσει στην κάλπη, με την όρεξη να αλλάξουν τα πράγματα.
– Όταν βλέπει κανείς ένα λάθος να αντικαθίσταται από το επόμενο, αρχίζει να σκέφτεται ποια είναι τα συμφέροντα πίσω από αυτό. Η Αθήνα, έχει παραμείνει «χαμηλή» πόλη για πολύ συγκεκριμένους λόγους, κυρίως από σεβασμό στα μεγάλα μνημεία της. Μια άλλη συζήτηση, είναι τα μεγέθη σε μεγάλα οικόπεδα στην «εκτός σχεδίου» πόλεως, που εκεί, θα υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κτιριακό απόθεμα και μάλιστα σε πολύ ευαίσθητες περιοχές της χώρας, όπου πραγματικά κρατάμε τις οικοδομές πολύ μικρές, ενώ υπάρχουν τετραγωνικά τα οποία «κρύβουν» τα κτίρια από όλες τις μεριές. Εκεί, θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια συζήτηση χωρίς να προσβάλει το περιβάλλον, αλλά, στην Αθήνα που Περιβάλλον και Πολιτισμός είναι «ένα», το να αφήνεις αυτόν τον χώρο να καταπατείται, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όσο νιώθουμε ότι το ζήτημα αυτό αφορά μόνο τους εργολάβους, γίνεται προϊόν business και όχι προϊόν βελτίωσης της πόλης.
Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη τη συνέντευξή μου στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ 100,3», με τον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα: