Η υπόθεση της Μέσης Ανατολής δεν έχει κομματική απόχρωση
Συνέντευξή μου στον τηλεοπτικό σταθμό KONTRA, με τη δημοσιογράφο Αναστασία Γιάμαλη
-Ο μόνος εκνευρισμένος από τη συζήτηση των υποκλοπών στη Βουλή ήταν ο κ. Μητσοτάκης. Όταν ένας Πρωθυπουργός εκνευρίζεται, αποκλείεται να εκνευρίζεται επειδή τα πράγματα πάνε καλά για τον ίδιο ή επειδή είναι χαμηλό το επίπεδο τής πολιτικής συζήτησης. Η γραμμή άμυνας τής ΝΔ, στο θέμα των υποκλοπών, εστιάζει σε κάθε άλλο εκτός από την ουσία του θέματος. Όταν η ΝΔ λέει «μα, γιατί συζητάμε για τις υποκλοπές, δεν ενδιαφέρει τον κόσμο» τότε γίνεται αντιληπτό πως αυτό που κάνει είναι να κοιτάει τις δημοσκοπήσεις και να λειτουργεί με βάση αυτές.
Το πολιτικό προσωπικό τής χώρας έχει υποχρέωση να συζητάει θέματα που μπορεί να μην είναι ενδιαφέροντα δημοσιογραφικά, αλλά είναι σημαντικά για τη Δημοκρατία και τη σωστή λειτουργία του κράτους. Σε αυτά ανήκουν και οι υποκλοπές. Η ΝΔ λέει «εδώ υπάρχουν ευθύνες, πήγε στη δικαιοσύνη και τέλειωσε το θέμα». Υπάρχει το κομμάτι του ποιος φταίει, το οποίο βεβαίως η δικαιοσύνη μπορεί να πάει να ψάξει, αλλά υπάρχει και το κομμάτι του πώς θα βεβαιωθούμε πως αυτό που συνέβη, δεν θα ξανασυμβεί.
Η ΝΔ έχει κάνει ό,τι είναι πολιτικά δυνατόν, για να μη μάθουμε τι έγινε. Υπάρχουν επιτροπές που επιθυμούσαν να καλέσουν τους ανθρώπους που έφεραν το Predator στην Ελλάδα για να υποβληθούν σε ερωτήσεις και η Κυβέρνηση το απέφευγε υποστηρίζοντας πως τα άτομα αυτά βρίσκονται στο εξωτερικό. Αν η Κυβέρνηση έκανε τις υποκλοπές, θα πρέπει να θωρακίσουμε τη χώρα, έτσι, ώστε να μη ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται έτσι ένα εθνικό θέμα, διότι αν δεν έγιναν οι υποκλοπές από την Κυβέρνηση, τότε τις έκανε κάποια ξένη δύναμη. Και αν τελικά έγιναν από ξένη δύναμη, αυτό που υπερασπίζεται η ΝΔ, είναι στα όρια της προδοσίας. Εφόσον, ισχύει αυτό τότε καλά θα κάνει η ΝΔ να ζητήσει και την αρωγή μας, για να βεβαιωθούμε πως κάτι παρόμοιο δεν θα ξανασυμβεί. Άρα, ή φταίει η ΝΔ και το καλύπτει, ή φταίει κάποιος άλλος και καλύπτει όποιον άλλο. Σε κάθε περίπτωση όμως, ας σταματήσει η Κυβέρνηση να μιλάει για δικαιοσύνη, διότι υπάρχουν πολιτικά θέματα τα οποία δεν έχουν αναλυθεί.
-Το φορολογικό σύστημα αντανακλά το κατά πόσο ένα κράτος λειτουργεί ή όχι. Αυτό το βλέπουμε και στον τρόπο με τον οποίο εισπράττει και στον τρόπο με τον οποίο ξοδεύει. Αυτού τού είδους τα μέτρα, αποτελούν την πλήρη παραδοχή ότι το κράτος δεν λειτουργεί. Διότι, για να έχεις ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, πρέπει να φορολογείς το εισόδημα. Για άλλη μία φορά, αντί να φορολογούμε το εισόδημα, φορολογούμε το επάγγελμα ή τον κλάδο. Θεωρώντας, δεδομένο ότι οποιοσδήποτε δραστηριοποιείται μέσα στον εκάστοτε κλάδο, βγάζει όσα ισχυριζόμαστε ότι βγάζει. Αυτό το σύστημα είναι άδικο. Για παράδειγμα, μία γυναίκα είναι κομμώτρια και θέλει να δουλεύει λιγότερες ώρες, κάτι που μπορεί συνεπάγεται μικρότερο εισόδημα αλλά της αρκεί γιατί με αυτό συμπληρώνει το εισόδημα τού σπιτιού της. Γιατί, όμως, το κράτος θεωρεί δεδομένο, πως το εισόδημά της είναι αυτό που το ίδιο πιστεύει; Αυτό συμβαίνει, διότι δεν έχει καταφέρει το ίδιο να δημιουργήσει ένα σύστημα το οποίο να κυνηγάει το εισόδημα. To κεντρικό πολιτικό σύστημα, μονίμως, βολεύεται από μία λάθος αντανάκλαση τής φορολογίας και του εισοδήματος, για να προστατεύσει κοινωνικές ομάδες τις οποίες χρειάζεται για τις εκλογές. Δημιουργεί ένα φορολογικό σύστημα το οποίο είναι διαβλητό και από την ώρα που είναι διαβλητό αρχίζει και εφαρμόζει μέτρα ονομάζοντάς τα «η πάταξη τής φοροδιαφυγής». Πρόκειται για φοροδιαφυγή 40 δισεκατομμυρίων και την ίδια ώρα παίρνουμε μέτρα για μικρότερα ποσά. σε ανθρώπους που μπορεί να φορολογούνται και άδικα. Το κράτος, λοιπόν, έχει αποτύχει σε μία βασική του αρμοδιότητα, που είναι να νιώθει ο πολίτης ότι πληρώνει δίκαια και ότι αυτά τα χρήματα ξοδεύονται επίσης με δίκαιο τρόπο.
-Σχετικά με τη δήλωση του Πρωθυπουργού, στην οποία κατακρίνει τη σχέση τού ΠΑΣΟΚ τού Ανδρέα Παπανδρέου και του Γιάσερ Αραφάτ, λέγοντας πως η ισορροπία στη Μ. Ανατολή βρέθηκε το ’90, όταν ο κ. Μητσοτάκης αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, η απάντηση δόθηκε από τον κ. Ανδρουλάκη. Πριν από τον Παπανδρέου, ήταν ο Καραμανλής και δεν είχε αναγνωριστεί το Ισραήλ επί Καραμανλή. Ας μην προσπαθούμε να κάνουμε και αυτό το θέμα κομματικό. Έχει εξελιχθεί μια άγονη συζήτηση, τις τελευταίες εβδομάδες, για όσα συμβαίνουν στη Μ. Ανατολή, προσπαθώντας να εξηγήσουμε ποιος είναι πιο «αραβόφιλος», ποιος μεγαλύτερος φίλος του Ισραήλ και κατηγορούμε ο ένας τον άλλον.
Αυτό που θα έπρεπε να συζητάμε είναι τι μπορεί να συμβεί, φεύγοντας από εκεί η μάχη και παράλληλα, πώς εμπλέκεται η Ελλάδα σε αυτήν τη διαμάχη, ώστε να βεβαιωθούμε ότι θα παίξει τον ρόλο που έπαιζε πάντα: τον ρόλο του διαμεσολαβητή σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις. Δεν αποτελεί θέμα, αν είμαστε περισσότερο φίλοι του ενός ή του άλλου. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως αυτό που συμβαίνει έχει τεράστιες προεκτάσεις. Ο ρόλος τής Ελλάδας σήμερα, αν θέλει να είναι εποικοδομητικός, θα πρέπει να απευθύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί να το κάνει αυτό ο κ. Μητσοτάκης μυστικά και να μην το έχει κοινοποιήσει. Αν όμως εξαντλεί τη διπλωματία της Ελλάδας σε αυτό που βλέπουμε, κάνοντας δηλαδή απλά επισκέψεις, τότε η Ελλάδα έχει κάνει τεράστια βήματα προς τα πίσω. Διότι, παλιά θα ήμασταν στη μέση αυτής τής προσπάθειας, ώστε να φέρουμε την ειρήνη στην περιοχή και να σώσουμε άμαχους πληθυσμούς που αυτή τη στιγμή θίγονται.