Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου απαιτεί δίκαιη φορολόγηση
Άρθρο μου στην ιστοσελίδα TheToc
Σε μια πραγματικά ευνομούμενη κοινωνία φορολογείσαι δίκαια, αποκλειστικά για το εισόδημα που βγάζεις και αν το κράτος σε αδικήσει, βρίσκεις το δίκιο σου σε Ανεξάρτητες Αρχές και δικαστήρια. Στην Ελλάδα, ακόμα, δεν ισχύει κανένα από τα τρία. Οι έμμεσοι φόροι υπερβαίνουν τους άμεσους, το κράτος φορολογεί οριζόντια και η καθυστέρηση τής δικαιοσύνης συνήθως μεροληπτεί, υπέρ του κράτους. Οι πρακτικές αυτές, καθηλώνουν το παραγωγικό μοντέλο τής χώρας και το οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες πτωχεύσεις. Γιατί συμβαίνει και πώς θα το αλλάξουμε;
Η άδικη φορολόγηση, μαζί με τον χρόνο απόδοσης τής δικαιοσύνης, λειτουργούν ως αντικίνητρα για επενδύσεις, από το εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι καμιά γερμανική επιχείρηση δεν κάνει έδρα της την Ελλάδα, παρόλο που οι φόροι της θα ήταν σημαντικά λιγότεροι. Προτιμάει να πληρώνει περισσότερα, σε ένα κράτος που τη σέβεται και της προσφέρει τη δυνατότητα να βρει το δίκιο της.
Η άδικη φορολόγηση, μαζί με την καθυστέρηση απόδοσης τής δικαιοσύνης λειτουργεί, επίσης, ως αντικίνητρο για την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Όσο μεγαλώνεις και προσθέτεις πάγια και υπαλλήλους, τόσο πιο ορατός γίνεσαι στην εφορία. Είναι εξαιρετικά δύσκολη η απόφαση να γίνεις ορατός, πολύ συχνά συμβαίνει τυχαία και είναι ο σημαντικότερος λόγος που, ως Έλληνες, προτιμούμε τα μονοπρόσωπα ή ολιγοπρόσωπα σχήματα επιχειρήσεων.
Η άδικη φορολόγηση, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση απόδοσης τής δικαιοσύνης και το αναιμικό τραπεζικό σύστημα λειτουργούν, επίσης, ως αντικίνητρα στη δημιουργία νέων μικρών επιχειρήσεων. Η ιδέα να ξεκινήσεις κάτι δικό σου που με το «καλημέρα» θα χρειαστεί τις τράπεζες για χρήματα και αμέσως μετά, θα βρεθεί στη δαγκάνα μιας εφορίας και μιας δικαιοσύνης από τις οποίες δεν γνωρίζεις πώς θα βγεις, κρατάει τα παιδιά μας στα καφενεία να ξοδεύουν από τα έτοιμα, αντί να χτίζουν κάτι δικό τους.
Χωρίς ξένες επενδύσεις, χωρίς ανάπτυξη των υπαρχόντων ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως χωρίς τη δημιουργία νέων, το παραγωγικό μας μοντέλο θα μένει πάντα στάσιμο, βασισμένο σε εξωγενής φούσκες και όχι στην αύξηση τής παραγωγικότητας και τής ανταγωνιστικότητάς μας. Με μαθηματική ακρίβεια τέτοιες οικονομίες πτωχεύουν, αφού κάνουν κάποιες κοινωνικές ομάδες πλούσιες. Συνήθως, όχι εκείνες που πληρώνουν την πτώχευση.
Πριν από τις εκλογές, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα πρότεινε να αυξηθούν δύο δείκτες φορολόγησης που μπορούν να υπερασπιστούν άνθρωποι από όλο το πολιτικό φάσμα: τον φόρο κληρονομιάς και τον φόρο μερισμάτων. Γιατί μπορούμε όλοι να τους υπερασπιστούμε; Ας πάρουμε πρώτα τον φόρο κληρονομιάς: είτε είσαι σοσιαλιστής που πιστεύει σε μια δίκαιη κοινωνία, είτε καπιταλιστής που πιστεύει σε ατομικά κίνητρα, θέλεις κάθε γενιά να ξεκινάει από την ίδια αφετηρία. Η συσσώρευση πλούτου από μια γενιά για τις δύο, τρεις, πλέον τέσσερις επόμενες, καταπατάει κάθε έννοια δικαιοσύνης και σκοτώνει τα κίνητρα ατομικής και κοινωνικής απόδοσης. Τον δεύτερο, τον φόρο μερισμάτων, μπορούμε όλοι να τον υπερασπιστούμε, διότι δίνει κίνητρα σε ελληνικές εταιρείες να επανεπενδύουν στη χώρα και όχι σε ιδιώτες να πάρουν αυτά τα χρήματα και να τα στείλουν στο εξωτερικό. Ο φόρος μερισμάτων ενισχύει την τοπική ανάπτυξη.
Και τι δεν μας έσυραν τότε τα μέλη της Νέας Δημοκρατίας και τα μέσα ενημέρωσης που τη στηρίζουν. Μου άρεσε, ειδικά, ο όρος «φορομπήχτης», διότι προσπαθεί να είναι, επαρκώς, λαϊκός για να πιστέψουν όλα τα κοινωνικά στρώματα ότι οι φόροι που προτείνεις αφορούν τους πάντες και αρκετά επιθετικός, για να σε απαξιώσει. Το γεγονός ότι οι φόροι κληρονομιάς και μερισμάτων αφορούν μόνο τους ανθρώπους που έχουν την πολυτέλεια να επενδύσουν και να αποταμιεύσουν, χάνεται στην αποτελεσματικότητα τού επίθετου.
Τρεις μήνες μετά τις εκλογές (όχι τρία χρόνια μετά), η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε να φέρει έναν οριζόντιο φόρο σε εισοδήματα που φαντάζεται ότι υπάρχουν, ενώ δεν ξέρει αν υπάρχουν, αντί για φόρους σε πλούτο, που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει. Η Κυβέρνηση βάφτισε την τεμπελιά, την αδικία και την αναποτελεσματικότητά της «φορολογική μεταρρύθμιση»: «Δώσε ένα χιλιάρικο και θα κοιτάξουμε από την άλλη». Αυτός μάλιστα, είναι καλός ορισμός τού «φορομπήχτη», διότι πρώτα σου βουτάει τα χρήματα και μετά κοιτάει, αν χρωστάς. Το γεγονός ότι μπορεί να αδικήσει, έστω και έναν συμπολίτη μας που, για δικούς του λόγους, επέλεξε ή αναγκάστηκε να μη δουλέψει ένα χρονικό διάστημα, αφήνει την Κυβέρνηση τής Νέας Δημοκρατίας παγερά αδιάφορη μπροστά στον στόχο να μαζέψει 700 εκατομμύρια. Ο στόχος μετράει.
«Ο στόχος μετράει» είναι και το βασικό επιχείρημα όσων πιστεύουν στη θανατική ποινή. Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, οι οριζόντιοι φόροι, όπως και οι έμμεσοι για άλλους λόγους, λειτουργούν ως θανατική ποινή τής αποτελεσματικότητας τού κράτους και τής ανταγωνιστικότητας τής ελληνικής οικονομίας. Από μια Κυβέρνηση που ευαγγελίζεται την αγορά και διατείνεται ότι η μεγαλύτερή της μεταρρύθμιση, και μόνη θα προσέθετα, είναι η ψηφιοποίηση τού κράτους που σου δίνει τη δυνατότητα να διασταυρώνεις στοιχεία, αυτή η συμπεριφορά δεν είναι μόνο τεμπέλικη, άδικη και κατακριτέα, είναι και ανάλγητη.