Το Πανεπιστήμιο δεν είναι επιχείρηση
Συνέντευξή μου στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ 100,3», στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα
– Η πρόθεση της Κυβέρνησης είναι να κάνει bypass το άρθρο 16. Το ΠΑΣΟΚ πάντα τοποθετούνταν με στόχο την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας παιδείας Το οποίο δεν συμβαίνει. Η κοινωνία στερείται μιας σοβαρής συζήτησης γύρω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς ο τρόπος με τον οποίο φέρνει η Κυβέρνηση αυτό το Νομοσχέδιο γίνεται με όρους αγοράς. Δηλαδή, δεν γίνεται πλέον συζήτηση για το τι θα αναβαθμίσει την παιδεία και το τελευταίο επιχείρημά της είναι το «γιατί να μη μπορεί ένα παιδί το οποίο αύριο θα πήγαινε στην Βουλγαρία να έρθει στην Ελλάδα για σπουδές».
-Για άλλη μια φορά, ανοίγει άναρχα μια αγορά στην Ελλάδα. Δεν έγινε ποτέ η σωστή διαδικασία για να αναβαθμιστεί η δημόσια Παιδεία. Υπάρχουν ανοιχτά παραθυράκια, χωρίς προγραμματισμό, το οποίο σημαίνει ότι κάποιος θα αγοράσει το πτυχίο του. Διότι, στην Ελλάδα είμαστε «εθισμένοι» με την Παιδεία, το οποίο είναι ένα από τα πιο ωραία χαρακτηριστικά του λαού μας. Ο Έλληνας γονέας δηλαδή θα κάνει τα πάντα για να σπουδάσει το παιδί του.
-Συζητάμε για την αναβάθμιση των Πανεπιστημίων, όμως ο τρόπος με τον οποίο ανοίγει η αγορά δεν συμβάλλει σε αυτό.
Η Κυβέρνηση δηλαδή θεωρεί πως κάνοντας όλα αυτά, την επομένη μέρα τα μεγάλα ξένα Πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ και το MIT, θα έρθουν στη χώρα, πράγμα που δεν ισχύει. Άρα, το επόμενο βήμα είναι να ρυθμίσει την αγορά. Ο καλύτερος τρόπος όμως για να ρυθμιστεί η αγορά είναι μια η σταδιακή ανάπτυξή της, ξεκινώντας, πρώτα από το καθορισμό κριτηρίων σπουδών, ώστε να είναι γνωστό αν αυτός που έρχεται είναι σοβαρός και ποιοτικός ή όχι.
-Αυτό που υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ είναι η αναβάθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου. Όταν ξεκινάμε αυτή τη συζήτηση, αντιμετωπίζουμε τα Πανεπιστήμια ως δύο ειδών, τα ιδιωτικά και τα δημόσια. Υπάρχουν όμως για τέσσερα είδη, τα κρατικά, τα δημόσια, τα κερδοσκοπικά και τα μη κερδοσκοπικά. Εξαρχής,απλουστεύουμε μία συζήτηση με μεγαλύτερες προεκτάσεις.
-Το μοναδικό γνωστό κερδοσκοπικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής είναι το Trump University, που ιδρύθηκε από τον πρώην Πρόεδρο της Αμερικής και έμεινε στην ιστορία για τα κακής ποιότητας πτυχία, για τα οποία ζητούσε μεγάλα ποσά. Στην Αμερική οι σπουδές δεν έχουν την ίδια σχέση με την κοινωνία, όπως έχουν στην Ελλάδα. Φανταστείτε να έρθει ένα αντίστοιχο μοντέλο Πανεπιστημίων , να το εκμεταλλευτεί κάποιος μέχρις ότου το αντιληφθεί το κράτος και κλείσει το Πανεπιστήμιο. Πόσα παιδιά θα έχουν πληρώσει πακτωλούς χρημάτων για κάτι το οποίο δεν θα έχει αξία;
-Η πρότασή μας είναι η εξής: Αναβάθμιση του ελληνικού Πανεπιστημίου. Προσωπικά, θεωρώ σημαντικό να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως το Πανεπιστήμιο από το Υπουργείο Παιδείας, να μην μπορεί δηλαδή ο Υπουργός να ορίζει το Πανεπιστήμιο. Ποιος αποφασίζει για το μέλλον του Πανεπιστημίου στην Ελλάδα; Τρείς Άνθρωποι. Ποιος αποφασίζει για το μέλλον ενός μη κερδοσκοπικού Πανεπιστημίου στην Αμερική; Όλοι οι απόφοιτοι, αυτοί εκλέγουν τη διοίκηση. Πρόκειται για μια διαφορετική νοοτροπία. Στην Αμερική ισχύει μία πραγματική δημοκρατική διαδικασία, όπου η διοίκηση του Πανεπιστημίου εκλέγεται από τους απόφοιτους, οι οποίοι νοιάζονται πραγματικά για τη φήμη του Πανεπιστημίου τους.
-Η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι αυτές που χρειάζονται πραγματική μεταρρύθμιση και όχι η τριτοβάθμια. Εμείς στο ΠΑΣΟΚ, λέμε πως είναι ανάγκη να ασχοληθούμε με το θέμα από την αρχή και όχι άναρχα, όπως συμβαίνει σήμερα και η δική μας πρότασή είναι εμπεριστατωμένη και για το δημόσιο Πανεπιστήμιο αλλά και για το πώς να έρθουν στην Ελλάδα μη κρατικά Πανεπιστήμια.
-Υπάρχει διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ένας Νόμος και ένα άρθρο του Συντάγματος. Η βασική διαφορά είναι ο τρόπος της συζήτησης και το είδους της συναίνεσης που υπάρχει. Η διαδικασία που επέλεξε η Κυβέρνηση αποκλείει τον σοβαρό διάλογο, διότι δεν είναι δυνατόν σε δέκα μέρες, όταν ο κόσμος θεωρεί πως υπάρχουν μόνο δύο είδη Πανεπιστημίων, να θεωρηθεί ότι έγινε ένας σοβαρός διάλογος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ενώ, η αλλαγή ενός συνταγματικού άρθρου απαιτεί συζητήσεις και συναινέσεις πολύ πιο ουσιαστικές.
-Θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο, πως απομακρύνονται περισσότεροι ψηφοφόροι από την κάλπη. Από το 2009, που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τελευταία φορά την εξουσία, μέχρι σήμερα έχουν φύγει από την κάλπη περίπου δυόμισι εκατομμύρια Ελληνίδες και Έλληνες. Φοβάμαι ότι το ποσό το νούμερο των ψηφοφόρων που απέχουν θα αυξηθεί στις επόμενες εκλογές. Με δυόμισι εκατομμύρια να απέχουν, αυτό που εμείς οφείλουμε να κάνουμε είναι να εμπνεύσουμε κόσμο να επιστρέψει στην κάλπη. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην πολιτική, νιώθουν ότι το κράτος πλέον δεν λειτουργεί για αυτούς και αν δεν απευθυνθούμε εμείς σ’ αυτούς τους ανθρώπους, θα το κάνει κάποιος άλλος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πηγαίνει ο κόσμος να ψηφίσει. Αν εμείς τους πείσουμε ότι αυτό δεν ισχύει και πως έχει αξία να έρθουν στις κάλπες, τότε τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ θα αυξηθούν γρήγορα.
-Δυστυχώς, ο χρόνος για να πείσει κανείς τον κόσμο είναι συγκεκριμένος και είναι ακριβώς πριν από μια εκλογική αναμέτρηση. Όταν ο χρόνος μοιάζει ουδέτερος στην κοινωνία, όπως σήμερα, ο κόσμος δεν ασχολείται πολύ. Έτσι λοιπόν, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, τόσο θα αυξάνεται η ένταση του πολιτικού διαλόγου και τόσο πιο εφικτό θα είναι να πειστεί ο κόσμος για να έρθει στη κάλπη.
-Η αντιπρόταση μας απέναντι σε μια Κυβέρνηση, η οποία προωθεί μεγάλα ποσά χρημάτων σε μικρό αριθμό πολιτών, είναι η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Να βάλουμε δηλαδή περισσότερες Ελληνίδες και Έλληνες στο παιχνίδι της οικονομίας, για να γίνει αυτό όμως χρειάζεται μια εντελώς διαφορετική δομή εξουσίας από τη σημερινή. Είναι ανάγκη να απαλλαχθούμε από το επιτελικό κράτος, το οποίο περιορίζει τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο παιχνίδι της ανάπτυξης. Αυτό το αφήγημα υφίσταται στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Δική μας δουλειά είναι να πάρουμε αυτό το αφήγημα και να το επικοινωνήσουμε σε κάθε γωνιά της κοινωνίας και να πείσουμε τον κόσμο ότι η ζωή του ή της θα είναι καλύτερη, εάν εφαρμοστεί.
Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη τη συνέντευξή μου στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΣΚΑΪ 100,3», στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα: