-Έχετε ακούσει ποτέ τη φράση «αγροτική πολιτική τής Κυβέρνησης Μητσοτάκη»; Όχι, δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει, διότι ο κ. Μητσοτάκης παρατηρεί την οικονομία με τα ποσοστά τού ΑΕΠ, 3% είναι η αγροτική οικονομία και μειώνεται, ενώ 10% τού ελληνικού πληθυσμού συμπληρώνει με κάποιο τρόπο το εισόδημά του ή ζει από αυτό. Άρα, κατ’ αρχήν έχει λανθασμένες προτεραιότητες. Ο χρόνος περνάει, ο κ. Μητσοτάκης μένει άπραγος και τα αποτελέσματα είναι εμφανή. Τι θα μπορούσε να έχει μια αγροτική πολιτική πέρα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα; Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε εμείς για να στηρίξουμε την αγροτική παραγωγή τής χώρας μας. Στο ερώτημα που ανακύπτει, με ποιο τρόπο δηλαδή θα επιτευχθεί αυτό, η απάντηση είναι: αυξάνοντας τα έσοδα και μειώνοντας τα έξοδα. Πώς; Σήμερα, προς απόδειξη του πώς αυξάνονται τα έσοδα, έξι ελληνικά προϊόντα είναι στα καλύτερα ράφια και τα καλύτερα εστιατόρια τού κόσμου. Αυτό δεν συνέβαινε πριν από δέκα χρόνια. Σήμερα, η φέτα, το γιαούρτι, το λάδι, οι ελιές, το ψάρι και το κρασί έχουν καταφέρει να πάνε πραγματικά εκεί που υπάρχουν οι καλύτερες τιμές. Πόσο δύσκολο είναι, να χαραχτεί μία αγροτική πολιτική που θα προσθέσει άλλα δέκα προϊόντα σε αυτά, με αποτέλεσμα να έχουμε περισσότερα έσοδα. Και παράλληλα, πόσο δύσκολο θα ήταν αντί να δώσουμε τις Ανανεώσιμες Πήγες Ενέργειας στους μεγάλους επιχειρηματίες, ένα κομμάτι από αυτές, να δοθεί σε Συνεταιρισμούς και κοινότητες αγροτών, οι οποίοι σήμερα θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν για να έχουν χαμηλότερο κόστος ενέργειας, χωρίς να χρειάζονται κάποιο επίδομα. Λύσεις υπάρχουν, είναι επιλογή όμως τής Κυβέρνησης Μητσοτάκη να πάει απέναντι στην αγροτική παραγωγή, είναι ακόμη συνειδητή απόφασή της να αγνοήσει για 4 χρόνια τους αγρότες, με τη θεωρία ότι η αγροτική παραγωγή δεν αξίζει, ενώ υπάρχει απίστευτος πλούτος στην ελληνική αγροτική γη, την οποία σήμερα θα έπρεπε να προωθούμε. Αυτό, δεν συμβαίνει σήμερα και πληρώνουμε όσα έχει κάνει τα 4 χρόνια η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.

– Υπάρχει ένα έλλειμμα σε σχέση με το ζήτημα του Νομοσχεδίου των ομοφύλων από την πλευρά τής Κυβέρνησης. Σήμερα, ένας Μητροπολίτης, ο οποίος σε όλα τα κηρύγματα λέει ότι οι φονιάδες, οι κλέφτες και οι ψεύτες είναι καλοδεχούμενοι στην εκκλησία, αλλά οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι. Πώς όμως έχουμε φτάσει να ακούμε τέτοια κηρύγματα μίσους από εκπροσώπους -υποτίθεται- τής αγάπης.

Ενώ συζητούσαμε για την ακρίβεια, κάποιος συμβούλεψε τον κ. Μητσοτάκη να αλλάξει θέμα. Έφερε λοιπόν το θέμα των ομοφύλων και άνοιξε μία συζήτηση για μέρες, εβδομάδες, μέσα από ένα νομοσχέδιο χωρίς να υπάρχει καν το κείμενό του.

Το γεγονός πως ξεκινά μια συζήτηση, χωρίς κάποιο κείμενο, δημιουργεί τις χειρότερες φαντασιώσεις στην κοινωνία. Ο κόσμος πιέζει και λέει: «Τι γίνεται; Πάτε να αλλάξετε την ελληνική κοινωνία, πάμε να σταματήσουμε να είμαστε Έλληνες;». Πρόκειται για συζητήσεις που  δεν έχουν σχέση με το Νομοσχέδιο. Το Νομοσχέδιο αυτό ήρθε για να ενισχύσει το μεταρρυθμιστικό προφίλ τού κ. Μητσοτάκη και πάει την ελληνική κοινωνία πίσω με το να μη γνωρίζει ο κόσμος τι συζητάμε. Σήμερα, στην ελληνική κοινωνία, δύο γυναίκες μπορούν να συμβιώνουν και η μία από τις δύο να κάνει παιδί. Άρα, συζητάμε για τη νομιμοποίηση τής δεύτερης γυναίκας στη ζωή τού παιδιού. Καταλήγουμε όμως, να ακούμε κηρύγματα τα οποία μπορεί να μας πάνε πίσω και όχι μπροστά. Πρόκειται, λοιπόν για αποτυχία τής Κυβέρνησης να θέσει το θέμα στη σωστή βάση.

– Για άλλη μια φορά, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, γίνεται επιφανειακά. Καταρχάς, ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι υπάρχουν δύο ειδών Πανεπιστήμια, τα ιδιωτικά και τα δημόσια. Υπάρχουν όμως τέσσερα, τα δημόσια, τα κρατικά (αυτά που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα), τα ιδιωτικά και τα κερδοσκοπικά. Θα ήταν μεγάλη μεταρρύθμιση για τη χώρα μας αν τα κρατικά, τα κάναμε δημόσια, δηλαδή τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια να λειτουργούν όπως τα Πανεπιστήμια τής Ευρώπης, αυτή θα ήταν σημαντική κατάκτηση. Για να λειτουργήσουν σωστά, όμως, τα Πανεπιστήμια αυτά χρειάζονται στάνταρ ποιότητας τής Παιδείας που παρέχουν. Αυτό είναι αναγκαίο να γίνει ακόμα και αν δεν είχαμε ιδιωτικά ή μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Σήμερα, δεν έχουμε έναν αντίστοιχο αξιόπιστο φορέα, άρα, είναι επικίνδυνο να ανοίξει η πόρτα σε κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι αφότου το κρατικό Πανεπιστήμιο γίνει δημόσιο να τεθούν στάνταρ ποιότητας για την Παιδεία και τότε να ανοίξει η πόρτα σε μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια που έχουν αποδείξει παγκοσμίως την αξία τους, και παρέχουν Παιδεία ανώτερη των διδάκτρων τους. Τότε, μπορούμε να κρίνουμε αν ως κράτος έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε αυτήν την Παιδεία.

Παρακάτω μπορείτε να δείτε αποσπάσματα από τη συνέντευξή μου στον τηλεοπτικό σταθμό «OPEN», στην εκπομπή «Ώρα Ελλάδος», με τους δημοσιογράφους Παναγιώτη Στάθη και Γιάννη Κολοκυθά:

Αλλάξτε τις ρυθμίσεις των cookies για να δείτε το video