Λαθρεπιβάτης μιας ζωής
Ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Σπηλιωτόπουλου – 08.04.2025

Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να εξομολογηθώ ότι αυτό είναι το πρώτο βιβλίο, που ζήτησα εγώ να παρουσιάσω. Δεν ξέρω πώς την είδα τη δουλειά, αλλά ήθελα πολύ να το κάνω.
Και φοβάμαι, ότι άθελά μου, παγίδευσα τον συγγραφέα σε δύσκολη θέση. Διότι, για όσους δεν το ξέρουν, εκτός όλων των άλλων, ο Βασίλης είναι και γαμπρός μου. Πώς να πεις όχι στον αδελφό της συντρόφου σου;
Οπότε, την ώρα που βγήκαν από το στόμα μου οι λέξεις: «Βασίλη, μπορώ να παρουσιάσω το βιβλίο σου;» ήξερα ότι ούτε εκείνος, ούτε εγώ, μπορούσαμε να κάνουμε πίσω. Θέλω λοιπόν, να ξεκινήσω την παρουσίαση, ζητώντας συγνώμη, και από εκείνον, και από εσάς, αν, μετά την παρουσίαση, αποδειχθεί, ότι δεν έπρεπε ποτέ να το ζητήσω. Και, κυρίως, αν αποδειχθεί ότι ο Βασίλης δεν έπρεπε ποτέ να πει «ναι». Μην τον κατηγορήσετε. Φέρω, ακεραία, την ευθύνη.
Κοιτώντας βέβαια πίσω, εγώ ζήτησα να παρουσιάσω το βιβλίο από αδιαπραγμάτευτη αγάπη και σεβασμό για τον Βασίλη. Αλλά έχω μια αίσθηση, ότι εκείνος είπε «ναι» από κάποια υπόγεια διάθεση εκδικητικότητας. (Ίσως λόγω της αγένειάς μου να προκαλέσω την τύχη όλων μας.). Διότι, όταν πήρα τον Λαθρεπιβάτη στα χέρια μου, σ’ αυτήν τη μορφή, συνειδητοποίησα ότι είναι κοντά 1.000 σελίδες.
Με σημαντικές υποσημειώσεις που πρέπει να διαβάσεις, για να καταλάβεις τους χαρακτήρες και το πλαίσιο. Πρέπει να σας ομολογήσω, ότι η τελευταία φορά που διάβασα 1.000 σελίδες μαζί ήταν σε ξαπλώστρα. Και για μια σειρά από λόγους, έχω καιρό να δω ξαπλώστρα.
Το πρώτο λοιπόν, που ήθελα να ρωτήσω τον Βασίλη, όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, είναι: «Βασίλη, παιδί μου, τι σου έκανα;». Και το δεύτερο: «Γιατί βρε Βασίλη, όλα τα ιστορικά μυθιστορήματα που αφορούν τη Ρωσία, πρέπει να είναι λες και γράφτηκαν σε χωριό της Σιβηρίας, αποκλεισμένο για 9 μήνες από βαρύ χειμώνα;». Αλλά φαντάστηκα την απάντηση που θα έπαιρνα: «Να μάθεις να μη φυτρώνεις, εκεί που δε σε σπέρνουν» Γι’ αυτό κρατήθηκα.
Η αλήθεια είναι, ότι την πραγματική απάντηση, την πήρα από την εισαγωγή. Αυτό που κρατάτε στα χέρια σας, δεν είναι ένα βιβλίο. Είναι τρία. Επιτρέψτε μου, να το πω αλλιώς: Αυτό που κρατάτε στα χέρια σας, δεν είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Είναι τρία απίθανα βιβλία. Που το ένα δένει με το άλλο αβίαστα.
Το πρώτο βιβλίο αφορά την Ρωσική Επανάσταση. Όχι μέρος της. Όλη. Αν διαβάσετε τον Λαθρεπιβάτη, είναι πολλές οι πιθανότητες, ότι στο τέλος, θα ξέρετε πιο πολλά για την Ρωσική Επανάσταση από έναν φοιτητή πάνω στο θέμα. Και αυτό, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι ο Βασίλης, δε μελετάει απλά. Ρουφάει. Δε διαβάζει απλά. Ψάχνει, επισκέπτεται, ρωτάει, ταξιδεύει, ζει την εμπειρία που θέλει να αποδώσει. Πηγές του δεν είναι απλά τα βιβλία άλλων, όσο είναι τα δικά του, πολύτιμα βιώματα.
Όταν ακούς τον Βασίλη να μιλάει για ένα θέμα, όποιο θέμα, όσο ενδιαφέρον και όσο αναπάντεχο μπορεί να είναι, είναι σα να μπαίνεις σε μια μηχανή του χρόνου που σε ταξιδεύει στην συγκεκριμένη εμπειρία. Σε καθετί που περιγράφει στη ζωή του.
Έτσι και στο βιβλίο. Είτε περιγράφει μια σάλα από παλάτι της Ρωσικής αριστοκρατίας, είτε περιγράφει τη χαριστική βολή σε ένα άλογο που χαροπαλεύει, σε κάνει να ζεις την εμπειρία σε όλες της τις διαστάσεις. Και το εντυπωσιακό είναι ότι το κάνει με λίγες λέξεις. Άρα, η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, από τον Βασίλη, δεν αναπτύσσεται ούτε σαν ταινία του Αγγελόπουλου, ούτε καν σαν Άννα Καρένινα, για να γεμίσει ο Βασίλης τις χίλιες σελίδες.
Εκεί που επιλέγει ο Βασίλης να ρίξει φως, το κάνει τόσο ολοκληρωμένα, που συμπληρώνει και την εικόνα των γεγονότων που επιλέγει να μην περιγράψει. Και άρα, όταν πραγματεύεται μια τόσο σύνθετη ιστορία, το κάνει εξαιρετικά αποτελεσματικά ώστε να μη σε βυθίσει σε ανούσιες πτυχές του θέματος απλά για να σου δείξει ότι τις ξέρει. Το διαισθάνεσαι, ότι τις ξέρει.
Όμως, σας υποσχέθηκα έναν δεύτερο λόγο που θα βοηθήσει να ξέρετε περισσότερα για την επανάσταση, από έναν φοιτητή που ειδικεύεται στο θέμα: Ο Βασίλης, ως άνθρωπος, διακατέχεται από ένα βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης. Δεν είναι, ότι δεν έχει άποψη. Έχει. Και συχνά είναι απόλυτη. Δύσκολα του γυρνάς το κεφάλι. Όμως, ακόμα και μέσα στην πιο απόλυτή του άποψη, δε θα χάσει ποτέ τη δυνατότητά του να αναζητεί γιατί εσύ μπορεί να έχεις μια άλλη. Και αυτό κάνει το βιβλίο να διακατέχεται από μια διάθεση ισορροπίας.
Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο, έψαχνα να βρω αν ο Βασίλης ήταν πιο συναισθηματικά δεμένος με τους Επαναστάτες που διεκδικούσαν την αλλαγή ή με τους Αριστοκράτες, που όλοι ξέρουμε πώς κατέληξαν. Έκλεισα το βιβλίο και ακόμα δεν ήξερα. Όχι διότι ο Βασίλης παραμένει αμέτοχος. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλει να προβάλει.
Θέλει να αναδείξει, τις βαθιές σχέσεις και δυναμικές που αναπτύσσονται γύρω από ένα τόσο εμβληματικό γεγονός. Για να αναδείξει, τελικά, πόσο απρόβλεπτη και άρα ενδιαφέρουσα, όμορφη, ίσως και γενναιόδωρη είναι η ζωή.
Γι’ αυτό, το βιβλίο πέρα από ιστορικό, πολιτικό, ταξιδιωτικό, είναι βαθιά Ανθρωποκεντρικό. Δεν περιγράφει απλά γεγονότα. Δένει μαζί όλα τα συναισθήματα, που γεννούν τα γεγονότα. Και αυτό το κάνει επιμορφωτικό και ευκολοδιάβαστο. Σας υπόσχομαι, ότι για ένα θέμα που προσωπικά βαριέμαι να διαβάζω, κράτησε το ενδιαφέρον μου από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Το δεύτερο βιβλίο αφορά μια φιλία. Τη φιλία δυο ανδρών. Τώρα, εδώ θα σας εξομολογηθώ, ότι οι προσδοκίες μου ήταν περιορισμένες.
Διότι, ενώ ο Βασίλης είναι άνθρωπος που παθιάζεται, δεν είναι άνθρωπος που θα σου αποκαλύψει εύκολα τα συναισθήματά του για σένα. Είναι κλειστός. Πρέπει να τον ξέρεις καλά και για πολύ καιρό, για να διακρίνεις τον εσωτερικό του κόσμο.
Αναρωτιόμουν, λοιπόν, πώς ένας άνθρωπος, που δεν εκφράζει εύκολα συναισθήματα, μπορεί να χτίσει συγγραφικά μια συναισθηματική σχέση γεμάτη τόση ανθρωπιά.
Στην αρχή νόμιζα ότι θα κρυβόταν πίσω από την ταξική διαφορά μεταξύ του Πρίγκιπα και του Λαθρεπιβάτη. Οι κρύες τυπικότητες μπορούν να σώσουν έναν συγγραφέα, από το να βουτήξει βαθιά στον συναισθηματικό κόσμο τού κάθε ήρωα και άρα να αποφύγει τις κακοτοπιές μιας σχέσης που διατρέχει και μεταβάλλεται σε 1.000 σελίδες. (Δε θα σταματήσω να το λέω). Αλλά δεν το κάνει.
Η σχέση των δύο ανδρών ξεκινάει με όλες τις τυπικότητες που απαιτούνται, μεταξύ μιας τέτοιας κοινωνικής διαφοράς σε ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς. Αλλά, σε κάθε σελίδα, ο Βασίλης παραβιάζει τις κόκκινες γραμμές στη μεταξύ τους σχέση. Και το κάνει αβίαστα. Μέχρι που οι δύο άνδρες γίνονται ένα. Μία εμπειρία. Ένας κόσμος. Μια σχέση.
Άλλες φορές, αυτό γίνεται μέσα από την πνευματική σύνδεση δύο εξαιρετικά δυνατών και καλλιεργημένων μυαλών, που σέβονται ο ένας τον άλλον.
Άλλες φορές, από το μέγεθος των γεγονότων που οι δύο άνδρες έχουν να αντιμετωπίσουν από κοινού. Όταν σχολιάζουν, για παράδειγμα, τον τρόπο λήψης αποφάσεων στο παλάτι του αυτοκράτορα, μπορεί ο καθένας να το βλέπει από την δική του σκοπιά, αλλά και οι δύο σέβονται τη βαρύτητα του ιστορικού γεγονότος. Σε τέτοιο βαθμό, που ξεπερνούν τις τυπικότητες, για να δουν πώς θα μπορούσαν να παρέμβουν στη ροή γεγονότων, που μοιάζουν προδιαγεγραμμένα.
Και άλλες φορές, το χτίσιμο της φιλίας γίνεται από την αλληλεγγύη της κοινής τους εμπειρίας: Από την πρώτη έκρηξη της βόμβας που τους βρίσκει ο ένας να σώζει τη ζωή του άλλου, μέχρι τη στιγμή που το παλάτι, που τους χώριζε ταξικά, γίνεται κοινό κελί φυλακής και για τους δύο.
Όχι τόσο ως κελί με μπάρες που εσωκλείουν, αλλά δεν ανατρέπουν, ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά ως κελί με τους «άλλους» του Σατρ. Σε αυτό το κελί, σε αυτήν την κόλαση, όλες οι τυπικότητες, εκ των πραγμάτων, ισοπεδώνονται.
Από εκεί η σχέση γίνεται ωμή, βαθιά ανθρώπινη. Στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των δύο ανδρών, ο Βασίλης δεν αναδεικνύει μόνο την βαθιά του ενσυναίσθηση, αλλά και τον δικό του απέραντο, απίθανο συναισθηματικό του κόσμο.
Και αυτό με φέρνει στο τρίτο βιβλίο. Όχι αναγκαστικά, το πιο επιβλητικό από τα τρία. Είναι άδικο να τα συγκρίνεις μεταξύ τους. Αλλά αυτό που εμένα έπιασε από τον λαιμό, και με τίναζε σε κάθε σελίδα. Εκείνο το βιβλίο που με έκανε να βλέπω, και τον Βασίλη και τη ζωή, αλλιώς.
Πολλές φορές, όταν έβλεπα τον Βασίλη να αδυνατίζει και να χάνει τις δυνάμεις του, ήθελα να τον ρωτήσω τι περνάει. Δεν τόλμησα ποτέ. Ίσως επειδή φοβόμουν να μάθω. Ίσως επειδή δεν ήθελα, να τον βάλω σε δύσκολη θέση. Ίσως επειδή απεχθάνομαι ερωτήσεις που αφορούν δεκάδες σελίδες απάντησης, αλλά εκείνος που ρωτάει περιμένει από σένα να τις συμπυκνώσεις σε λίγες λέξεις. Σε ένα σύνθημα.
Είναι δύσκολο, πιστεύω, να πείσεις έναν άνθρωπο που εκτιμάει κάθε δευτερόλεπτο ζωής, ότι είσαι ειλικρινά διατεθειμένος να καταλάβεις γιατί, όταν εσύ θεωρείς το κάθε δευτερόλεπτο δεδομένο. Όταν έκλεισα το βιβλίο, συνειδητοποίησα πόσο λάθος είχα.
Διότι, αν ο Βασίλης δεν είχε γράψει το βιβλίο, θα είχαμε στερηθεί (και εσείς και εγώ) τη συγκλονιστική εμπειρία ενός ανθρώπου, που αγαπάει την ζωή με το πάθος που θα γνωρίσουμε εμείς μόνο τα τελευταία δευτερόλεπτα της δικής μας.
Διότι, ο Βασίλης, ως καρκινοπαθής που τον έχει ερωτευθεί παράφορα η ασθένειά του, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ζώντας πια αληθινά, ειλικρινά. Κάτι που οι περισσότεροι από εμάς θα βιώσουμε, αν είμαστε τυχεροί, μερικές ανάσες πριν τις στερηθούμε.
Διάβασα και ξαναδιάβασα και ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω, πώς ο Βασίλης καταφέρνει να μας πείσει ότι η πιο οδυνηρή εμπειρία που θα μπορούσα να φανταστώ, μια ασθένεια ανελέητα απαιτητική, μια ασθένεια που ρουφάει από μέσα σου κάθε ύλη της ύπαρξής σου, ότι, για κάποιο λόγο, αυτή η ασθένεια είναι για εκείνον, προνόμιο.
Γι’ αυτό, όταν κλείνεις το βιβλίο, θέλεις αμέσως να το ξανανοίξεις. «Τι εννοεί ο ποιητής;» Πώς το πέτυχε αυτό; Πώς κλείνεις το βιβλίο και σε έχει πείσει ο Βασίλης, ότι η ασθένεια που όλοι καταριόμαστε, έδωσε σε εκείνον κάτι τόσο ιδιαίτερο, που έχει ευθύνη να το μοιραστεί μαζί μας;
Ξαναδιαβάζεις τις πρώτες σελίδες. Την εισαγωγή. Την σκληρή πραγματικότητα της χημειοθεραπείας. Το μέταλλο στο στόμα. Τα εγκαύματα και τον πόνο. Το άδειο βλέμμα. Τη σπίθα της ζωής που τρεμοπαίζει. Το «γιατί εγώ;», «γιατί ξανά;», «γιατί έτσι;». Και τελικά, τον σεβασμό για τη ζωή. Κάθε περιγραφή ανατριχιαστική. Στις οποίες επιστρέφεις, ξανά και ξανά, με διάθεση μαζοχισμού. Διότι θέλεις, να κατανοήσεις. Και μετά, όταν επιτέλους νιώσεις το τοξικό υγρό να καίει τις δικές σου φλέβες, προχωράς. Και ζεις την επόμενη φάση. Και μετά την επόμενη.
Όχι πια μέσα από περιγραφές μιας ασθένειας, ή των παρενεργειών της θεραπείας της. Αλλά από τα παθιασμένα, φιλοσοφημένα, συναισθήματα του Λαθρεπιβάτη. Μέσα από τον συναισθηματισμό του, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις, τα αδιέξοδα και τις λύσεις, τις αντιφάσεις και τις εξηγήσεις, τη σκλαβιά και την απελευθέρωση που εκείνος βιώνει, μέσα από τα συγκλονιστικά συναισθήματα, και τη βαθιά εμπνευσμένη φιλοσοφία που του διδάσκει μια ζωή την οποία δεν περίμενε ποτέ να ζήσει.
Και κάπου εκεί, γίνονται και αυτά ένα, ο Λαθρεπιβάτης και ο Βασίλης. «Πόσο θα ήθελα να ζήσω πάλι στιγμές ευρωστίας, τότε που η ενεργητικότητα ξεχείλιζε από κάθε κύτταρο, συλλογίστηκα αφήνοντας αποκαμωμένος το κορμί να ξαποστάσει σε ένα κούτσουρο».
Και κάπως έτσι ο Λαθρεπιβάτης του βιβλίου, παραμένει στο τέλος ο μόνος που καταλαβαίνει το νόημα μιας εμπειρίας, που δεν του έμελλε ποτέ να βιώσει. Αντίθετα από εκείνους που τη θεωρούσαν δεδομένη. Και το κάνει με την βαθιά ευφυία, αλλά και την πηγαία σεμνότητα του Λαθρεπιβάτη.
Διότι, αυτός είναι ο Βασίλης. Ένας άνθρωπος που κοίταξε τόσες φορές τον θάνατο στα μάτια, που έμαθε πόσο λίγη σημασία έχει μπροστά στην μαγεία να ζήσεις μια ακόμα μέρα. Και θέλει να μας το χαρίσει.
Ίσως για αυτό, δεν έχω κανέναν μα κανέναν ενδοιασμό να σας περιγράψω αυτό το βιβλίο ως «απίθανο». Και να χαρακτηρίσω την αγάπη μου για τον Βασίλη «αδιαπραγμάτευτη».
Σας ευχαριστώ λοιπόν. Εσάς, για την υπομονή σας. Και τον Βασίλη, που μου έδωσε την ευκαιρία να δω εκείνον, τη ζωή του, αλλά και τη δική μου αλλιώς.