«Δεν μπορώ να αφήσω αναπάντητα τα όσα είπε ο κος Στίγκας, το μόνο το οποίο θα πω είναι ότι, τόσο οι ύβρεις του όσο και οι απειλές του, είναι για εμάς τιμή. Θα πω να προσέχει τις παρέες του. Και να γνωρίζει ότι εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, όπως έχω πει και παλαιότερα, δεν θα ησυχάσουμε μέχρι να ξεριζώσουμε κάθε παραφυάδα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης από την ελληνική κοινωνία. Αυτή είναι η παρακαταθήκη της Φώφης Γεννηματά και η απόφαση του Προέδρου μας, του Νίκου Ανδρουλάκη.

Από την Ελληνική Επανάσταση, μέχρι σήμερα, η ελληνική διπλωματία έχει συμβάλει ανελλιπώς στην ύπαρξη, την επιβίωση και τη μεγέθυνση του Έθνους. Η τοποθέτησή μου δεν έχει καμία δόση υπερβολής. Βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, στα οποία η ελληνική διπλωματία έδωσε, και κέρδισε, μάχες απέναντι σε κράτη με πολύ πιο σημαντική οικονομική, στρατιωτική και γεωπολιτική δύναμη από την πατρίδα μας.

Σίγουρα, η ελληνική διπλωματία δε βασίστηκε μόνο στο επίσημο διπλωματικό σώμα.

Πολιτικοί όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, άνθρωποι του πολιτισμού και των γραμμάτων, όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ειρήνη Παππά, Έλληνες της διασποράς, όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Μιχάλης Δουκάκης και ο Γιώργος Μπίζος και φιλέλληνες, όπως ο Λόρδος Βύρωνας, συνέβαλαν καθοριστικά στα διπλωματικά επιτεύγματα της Πατρίδας μας.

Όμως, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε, ποτέ μα ποτέ, να παραμείνει ο φάρος της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του πολιτισμού στα Βαλκάνια, στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη, αν δεν υπήρχε η άοκνη δουλειά του διπλωματικού μας σώματος.

Ένα διπλωματικό σώμα που ιστορικά έχει στερηθεί τους πόρους που αξίζουν τα επιτεύγματά του.

Σήμερα, λοιπόν, συζητούμε για ένα Υπουργείο χωρίς το οποίο η πατρίδα μας δε θα υπήρχε.

Αλλά και ένα Υπουργείο το οποίο έχει τον δεύτερο χαμηλότερο Προϋπολογισμό από κάθε άλλο Υπουργείο.

Υπό την έννοια που περιγράφω, και παρόλο που το Νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα έχει άρθρα τα οποία μπορούμε, και θα, ψηφίσουμε, η νομοθετική παρέμβαση που έχουμε μπροστά μας σήμερα υπολείπεται δραματικά και της σημασίας του Υπουργείου και της ιστορικής συγκυρίας που διανύουμε.

Σήμερα που συζητούμε, οι γεωπολιτικές πλάκες της υφηλίου μετακινούνται με ταχύτητα πρωτόγνωρη.

Ένα νέο σχίσμα αρθρώνεται από το Βορρά ως το Νότο. Από την Ρωσία και την Ουκρανία μέχρι την Τουρκία και τη Συρία, το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, το νέο ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης αφορά τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων οικονομικών συστημάτων, που αλληλοσπαράζονται:

Από τη μια, ο καπιταλισμός με κανόνες, και από την άλλη, ο καπιταλισμός χωρίς κανόνες.

Από τη μια, ένα οικονομικό σύστημα που πιστεύει (για να είμαι ακριβής, τουλάχιστον διατείνεται) ότι πρέπει η αγορά να σέβεται ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιώματα των εργαζομένων, την προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, την υγιή απόσταση μεταξύ κράτους και επιχειρήσεων και από την άλλη ένα οικονομικό σύστημα, που ενισχύεται από την κατάλυση αυτών των κανόνων δικαίου.

Ένας κόσμος που αλλάζει δραματικά, κατακερματίζεται, ταμπουρώνεται και χτίζει κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές εντάσεις με θύματα ανθρώπους, χώρες και κλάδους της οικονομίας.

Και η Ελλάδα βρίσκεται, για ακόμη μία φορά, πάνω στο ρήγμα.

Και πρέπει να αποφασίσει, αν θα αποτελέσει βολικό και παθητικό σύνορο, επιλογή που θα οδηγήσει να την καταπιεί το ρήγμα ή γέφυρα δικαίου και έντιμης διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο κόσμων.

Αναβαθμίζοντας, παράλληλα, τον διεθνή της ρόλο. Αυτό στο οποίο σίγουρα μπορούμε να συμφωνήσουμε διακομματικά, είναι ότι ιστορικά η Ελλάδα έχει ενισχυθεί ως γέφυρα δικαίου μεταξύ πολιτισμών και έχει μαραζώσει ως παθητικό σύνορο μεταξύ τους.

Αυτός ο ρόλος, όμως, απαιτεί μια πολυεπίπεδη διπλωματική προσέγγιση, όπως αυτή που έζησα στο Υπουργείο Εξωτερικών επί Πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη και Υπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου.

Μια διπλωματική προσέγγιση που δεν άφηνε ευκαιρία να πέσει, αν η Ελλάδα μπορούσε να παίξει ρόλο σε μεγάλα ζητήματα όπως οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι στρατιωτικές παρεμβάσεις της Δύσης στον Αραβικό κόσμο και ο ρόλος της Ευρώπης στο διεθνές στερέωμα, όταν η Ελλάδα είχε την Προεδρία της Ένωσης.

Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, τα ιστορικά, διπλωματικά, γεωπολιτικά ερωτήματα είναι αμείλικτα για την Ελλάδα, αλλά εμείς εδώ, στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ασχολούμαστε με το αν θα είναι τα γαλλικά η δεύτερη υποχρεωτική γλώσσα στη Διπλωματική Ακαδημία, ή κάποια άλλη.

Και σειρά ζητημάτων, που αν ήμασταν όλοι σοβαροί θα είχαμε επιλύσει προ πολλού για το καλό κάθε στελέχους του Υπουργείου Εξωτερικών, κάθε κλάδου του.

Ένα μόνο ερώτημα θα έπρεπε να απασχολεί μία πρωτογενή νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εξωτερικών: Τι πρέπει να γίνει για να ανταποκριθεί η δομή του Υπουργείου Εξωτερικών, στον ρόλο που θέλουμε να διαδραματίσει η Ελλάδα διεθνώς σήμερα;

Πιο αναλυτικά, πώς θα προικίσουμε αυτό το Υπουργείο για να ενδυναμώσει τον ρόλο που η Ελλάδα θέλει να παίξει, ως παράγοντας σταθερότητας σε έναν κόσμο σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Και πώς η Ελλάδα, θα θέσει διπλωματικές προτεραιότητες εκεί που οι διεκδικήσεις μας αφορούν την οικονομία, τον πολιτισμό και τον ρόλο του απόδημου Ελληνισμού.

Δεν υπάρχει σήμερα νοήμων άνθρωπος, που υποστηρίζει πως το Υπουργείο Εξωτερικών έχει τα μέσα να ανταποκριθεί.

Ότι δεν υποχρηματοδοτείται. Ότι δεν ταλανίζεται από ελλείψεις. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων. Είναι και θέμα επιλογών, που αφορά το πώς δαπανάς τα χρήματα που έχεις.

Γιατί θα συμφωνήσω με μία επισήμανση που έκανε η Υφυπουργός στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, ότι δεν είμαστε ούτε Μεγάλη Δύναμη, ούτε μια χώρα με ανεξάντλητη οικονομικοτεχνική υποδομή. Σωστό. Έτσι είναι.

Αυτό όμως ξέρετε τι σημαίνει; Ότι είναι ακόμα σημαντικότερο στην περίπτωση της Ελλάδας, κάθε ευρώ να πιάνει τόπο. Είναι έτσι τα πράγματα σήμερα; Δυστυχώς, η απάντηση είναι «όχι».

Και δεν είναι έτσι, γιατί λείπει αυτό που ειπώθηκε στην Επιτροπή από τον Εκπρόσωπο των Διπλωματικών Υπαλλήλων, η αντιστοίχιση στρατηγικού σχεδίου – ανθρώπινου δυναμικού – οικονομικών πόρων. Το τρίπτυχο επιτυχίας κάθε μεγάλου επιτεύγματος: Στοχοθεσία – Άνθρωποι – Χρήματα. Σε απόλυτη αντιστοιχία.

Ένα τέτοιο σχέδιο, θα απαντούσε εξαρχής σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως: Ποιες είναι οι ανελαστικές ανάγκες, για να ανταποκριθεί η Ελλάδα στον διεθνοπολιτικό της ρόλο;

Στη γειτονιά μας; Στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Στον κόσμο; Πού θέλουμε να δώσουμε έμφαση στην οικονομική διπλωματία, και στην προώθηση των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό; Πώς μπορούμε να κρατήσουμε τον απόδημο Ελληνισμό δυνατό και ενεργό; Τι παρεμβάσεις θέλουμε να κάνουμε για να αξιοποιήσουμε τον ρόλο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Και πώς θέλουμε να πιέσουμε για να αλλάξει, ώστε να παίξει τον ρόλο που οραματίστηκαν οι ιδρυτές της, ως πόλος αξιών του ουμανισμού, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Ποιος είναι ο ρόλος της πολιτιστικής μας παρέμβασης και πώς θα προωθήσουμε τις ελληνικές αξίες στον κόσμο;

Παντού είναι απαραίτητη η δημόσια διπλωματία, αλλά σε ποιες περιοχές θέλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση;

Πώς αξιοποιούμε τη δύναμη του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εργαλεία που μας δίνουν ένα πολύ πιο ισχυρό μεγάφωνο για να πετύχουμε τους παραπάνω στόχους; Στην Κεντρική Υπηρεσία; Στις αρχές εξωτερικού; Τι επιβάλλει η εξυπηρέτηση του Έλληνα πολίτη, παγκοσμίως, του τουρίστα και του εργαζόμενου;

Και το κρισιμότερο ερώτημα όλων: Πώς όλα τα παραπάνω θα μπορέσουμε να τα καλύψουμε με συνέπεια, με συνέχεια, εις το διηνεκές του χρόνου, ανεξαρτήτως Κυβερνήσεων;

Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να είναι αντικείμενο εθνικής διαβούλευσης ως προς την κατάρτιση, και διακομματικής συναίνεσης ως προς τη στήριξη.

Με ακόμα μεγαλύτερο αποτύπωμα από ότι έχει η εθνική μας άμυνα, στην οποία υπάρχει ήδη ένα σημαντικό επίπεδο διακομματικής συνεργασίας και συναίνεσης.

Ένα τέτοιο σχέδιο θα έπρεπε να συζητάμε σήμερα, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί.

Είχαμε, είχε η Κυβέρνηση, όλον τον χρόνο να το δρομολογήσει. Δεν πρέπει να της πέρασε καν από το μυαλό.

«Ο κόσμος αλλάζει, αλλά το Υπουργείο Εξωτερικών και τα στελέχη του, δυστυχώς, αντί να πρωτοπορούν στην αιχμή των εξελίξεων, είναι αναγκασμένα, συχνά, να εστιάζουν την προσοχή τους σε ζητήματα καθημερινότητας», ειπώθηκε στην Επιτροπή.

Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, νηστικό αρκούδι, χωρίς στρατηγική, δομή, ανθρώπους και πόρους, δεν χορεύει.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με αυτό το Νομοσχέδιο. Βουλιάζει στην καθημερινότητα, αντί να σχεδιάζει το μέλλον. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά, που αντί για τολμηρή Μεταρρύθμιση κάνεις μερεμέτια.

Αλλά ο πήχης, δεν γίνεται να μπαίνει χαμηλά στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Ειδικά από ανθρώπους που το έχουν ζήσει και ξέρουν τι χρειάζεται, όπως η κυρία Παπαδοπούλου.

Είναι κρίμα. Πραγματικά κρίμα.

Διότι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα εξαρτάται από τρεις (συν έναν) παράγοντα: Τον στρατό της. Τη διπλωματία της. Την οικονομία της. Τον ελληνικό πολιτισμό και την εξωστρέφειά του.

Και μόνον ένα από τα 4 έχει κρίσιμο ρόλο σε όλα τα υπόλοιπα: Η διπλωματία και όλοι οι κρίκοι της. Από τον υπάλληλο μέχρι τον Πρέσβη.

Τους αξίζει κάτι καλύτερο. Και αυτό το Νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται ούτε στον ρόλο ούτε στη σημασία τους. Για αυτό και επί της αρχής το καταψηφίζουμε».

Αλλάξτε τις ρυθμίσεις των cookies για να δείτε το video