-Από το καλοκαίρι, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη μεταστροφή, μέσω των πολέμων από το εξωτερικό και μέσω των μεγάλων ανισοτήτων από το εσωτερικό στις κοινωνίες και στις τοπικές Οικονομίες. Πρόκειται για ένα μείγμα το οποίο συνήθως οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις.

-Η προσοχή τού κόσμου σήμερα δεν είναι στο Νταβός και το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να πάει, δείχνει πως μάλλον πάει για δικούς του λόγους και όχι για εθνικούς λόγους. Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα θα μπορούσε να παίρνει πρωτοβουλίες τόσο για τον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και για τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, αλλά και για αυτά που γίνονται στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου κινδυνεύουν και ελληνικά πλοία. Υπάρχουν πολλά μέρη στα οποία θα έπρεπε να βρίσκεται ο κ. Μητσοτάκης τώρα. Υπάρχουν τεράστια εσωτερικά προβλήματα τα οποία αφορούν τις μεγάλες ανισότητες. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή, όλη η ανάπτυξη προέρχεται από ξένα χρήματα, τα οποία πηγαίνουν σε ένα παραγωγικό μοντέλο, που οδηγεί την Ελλάδα ξανά και ξανά σε χρεοκοπία. Άρα, χρειάζεται να κάνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε 3 πεδία. Αρχικά, στο πεδίο τής Οικονομίας, όπου το μεγάλο ζητούμενο είναι να μπουν περισσότερες Ελληνίδες και Έλληνες στο «παιχνίδι» τής ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό, όμως, χρειάζεται και μια σοβαρή διοικητική μεταρρύθμιση. Το επιτελικό κράτος τού Μαξίμου έχει επανειλημμένα αποτύχει και τώρα, είναι η ώρα να κάνουμε μια σοβαρή αποσυγκέντρωση εξουσίας. Η τελευταία μεγάλη αλλαγή που χρειάζεται ο τόπος, είναι η αλλαγή στο κοινωνικό της μοντέλο. Η δωρεάν Υγεία και Παιδεία, που στην πραγματικότητα δεν είναι δωρεάν, είναι συχνά χαμηλής ποιότητας. Όλα αυτά, δεν βρίσκονται στο «ραντάρ» τού κ. Μητσοτάκη, αντίθετα στο «ραντάρ» του είναι η ανάγκη να αυτοπροβληθεί, ίσως με την ελπίδα να «δραπετεύσει» γρήγορα όπως έκανε και ο κ. Καραμανλής μετά τη δεύτερη τετραετία διακυβέρνησής του, προκηρύσσοντας εκλογές, σαν να ήξερε ότι η χώρα είναι πτωχευμένη. Αυτά είναι επικίνδυνα παιχνίδια, τα οποία δεν ανέχεται η κοινωνία. Χρειαζόμαστε μεγάλες αλλαγές, οι οποίες χρειάζονται ανθρώπους που θα έχουν τη δύναμη και την όρεξη να τις κάνουν, και τέτοιος άνθρωπος δεν είναι ο κύριος Μητσοτάκης. Αυτό αποδεικνύεται από τη σύγκριση τής πρώτης τετραετίας διακυβέρνησής του με τη δεύτερη. Στην πρώτη, η Κυβέρνηση ήταν καλά οργανωμένη, ήρθε με έτοιμα Νομοσχέδια, φρέσκα πρόσωπα, υπήρχε αλληλοβοήθεια και συνοχή. Παραδείγματά της είναι, η σωστή αντιμετώπιση τού Έβρου, τού πρώτου κύματος τής πανδημίας, για την οποία μας έδωσε τα εύσημα η Ευρώπη και η ψηφιοποίηση, για την οποία η Ιαπωνία μάς συνεχάρη. Αυτή η δυναμική που δημιούργησε τον πρώτο χρόνο, τον κρατάει ακόμα, παρότι έχουν γίνει τεράστιες ζημιές από τότε, ζημιές που φαίνονται στους τρόπους χειρισμού των πλημμυρών στη Θεσσαλία. Όπου, παρατηρείται μια Κυβέρνηση η οποία δεν έχει κανένα συντονισμό, δεν έχει σχέδιο, δεν έχει επενδύσει εκεί πού θα έπρεπε. Δεν έχει όσα είχε η πρώτη Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Συγκρίνοντας, λοιπόν, τις δύο Κυβερνήσεις Μητσοτάκη, θα δει κανείς ότι η σημερινή μοιάζει πιο πολύ με τη δεύτερη Κυβέρνηση Καραμανλή.

-Υπάρχουν τρία διαφορετικά θέματα, το ένα είναι η ακρίβεια, το άλλο η ασφάλεια και το τρίτο οι δημοσκοπήσεις. Η ακρίβεια είναι ένα μεγάλο ζήτημα και προέρχεται από την καθυστέρηση τής Κυβέρνησης να δεχθεί ότι υφίσταται. Όταν πρωτοείπαμε, στον τότε Υπουργό, ότι τα πράγματα δυσκολεύουν με τις εφοδιαστικές αλυσίδες και ότι ο πληθωρισμός θα έχει διάρκεια, έλεγε πως οι οικονομολόγοι λένε το αντίθετο και δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Έπειτα, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία και επικεντρωθήκαμε στα ενεργειακά. Ξεχάσαμε, όμως ότι ο συνδυασμός των ενεργειακών με τις εφοδιαστικές αλυσίδες δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Αρνείται η Κυβέρνηση ότι υπάρχει αισχροκέρδεια και ότι το πρόβλημα είναι ελληνικό, αρνείται ότι υπάρχουν πράγματα που μπορεί να κάνει, διαφορετικά από όσα κάνει η Ευρώπη και «νίπτει τας χείρας της».

Συνεχίζει, ωστόσο, η ακρίβεια, περνούν δυόμισι χρόνια ακριβείας, για να αρχίσει σήμερα, ο κύριος Σκρέκας να βάζει πρόστιμα. Δηλαδή, ο κ. Σκρέκας αναιρεί τον κ. Γεωργιάδη, αφού ο κ. Γεωργιάδης υποστήριζε πως δεν υπάρχει αισχροκέρδεια. Έλεγε, πως η Ελλάδα αποτελεί ειδικό φαινόμενο, πως έχει δικά της χαρακτηριστικά. Δηλαδή, όσα έλεγε η Κυβέρνηση πριν από 2 χρόνια, σήμερα τα αναιρεί. Και όταν εμείς, στο ΠΑΣΟΚ, μιλούσαμε για όλα αυτά, μας αποκαλούσαν «Κασσάνδρες» και πως κάνουμε φθηνή αντιπολίτευση. Δυστυχώς, ενώ τα είχαμε επισημάνει, δεν τα έκαναν πράξη.

Τα θέματα τής ασφάλειας δεν είναι «εισαγόμενα», αφού σχετίζονται με το αναπτυξιακό μοντέλο που έχει επιλέξει η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όταν δημιουργείς, ως Κυβέρνηση, μεγάλα αποθέματα χρημάτων στα υψηλά στρώματα και ανασφάλεια στα χαμηλά, τότε θα έχεις φαινόμενα βίας. Όλα αυτά τα φαινόμενα λοιπόν, κρύβουν και κάποιες οικονομικές εξηγήσεις. Η Κυβέρνηση, όμως, νοιάζεται μόνο για το τι θα κάνει το Χρηματιστήριο και το πώς θα βάλουμε το Αεροδρόμιο μέσα, για να αυξηθεί ο τζίρος τού Χρηματιστηρίου.

Η Κυβέρνηση υστερεί στα κοινωνικά ζητήματα κατά κράτος, όπως επίσης δεν προβαίνει σε πραγματική μεταρρύθμιση στην Υγεία και στην Παιδεία. Ασχολούνται τόσο με το άρθρο 16, σαν να είναι αυτό το πρόβλημα τής ελληνικής Παιδείας και όχι η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση που βλέπουμε πόσο χαμηλά είναι τα αποτελέσματα των ελληνικών σχολείων. Λοιπόν, όλο αυτό γίνεται περισσότερο για επικοινωνία και λιγότερο για ουσιαστική πολιτική. Και φτάνουμε στις δημοσκοπήσεις, όπου προκύπτει το ερώτημα, γιατί κρατάει δυνάμεις ο κύριος Μητσοτάκης; Η Κυβέρνηση Καραμανλή ήταν κραταιή, μιλούσε με άνεση για δεύτερη, για τρίτη τετραετία, όταν μια φράση, «το νόμιμο και ηθικό» τούς οδήγησε στην κατάρρευση. Ξεκινάει πάντα με ένα πολύ μικρό γεγονός, αλλά όταν έχει φτάσει μια Κυβέρνηση να κάνει την κοινωνία να δυσφορεί, ακόμη και ένα μικρό γεγονός κάνει το «κουβάρι» να ξετυλιχθεί πολύ γρήγορα. Δεν περιμένω μεγάλες ανακατατάξεις μετά τις εκλογές, αλλά στις κάλπες θα δούμε αρκετά σημαντικές επιλογές.

-Ο κύριος Μητσοτάκης προσπαθεί να απλοποιήσει το θέμα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων σε ένα δίλημμα χωρίς ουσιαστικό νόημα. Δεν υπάρχουν μόνο δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια, υπάρχουν δημόσια, κρατικά, ιδιωτικά και μη κερδοσκοπικά, τα οποία αποτελούν 4 είδη διαφορετικών Πανεπιστημίων.

Ένα κρατικό Πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα, εξαρτάται απόλυτα από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αντίθετα, ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο, έχει μια ανεξάρτητη διοίκηση και μπορεί να λειτουργήσει και να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των καιρών, χωρίς να πρέπει να πάρει άδεια για το παραμικρό από το κεντρικό κράτος. Ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, είναι ένα Πανεπιστήμιο που η Παιδεία που προσφέρει είναι χαμηλότερης ποιότητας από το τίμημα που ζητάει για αυτήν, με αποτέλεσμα να βγάζουν κέρδος οι μέτοχοι. Και τέλος, υπάρχουν και τα μη κερδοσκοπικά, όπως είναι τα αμερικανικά, τα οποία παρέχουν μια Παιδεία υψηλότερη τού τιμήματος που ζητούν. Όταν αναφέρονται σε αυτά τα Πανεπιστήμια, οι άνθρωποι που υποστηρίζουν το άνοιγμα τής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναφέρουν Πανεπιστήμια τα οποία ξοδεύουν ανά μαθητή πολλά περισσότερα από τα δίδακτρα που πληρώνουν. Αυτό το ποσό που λείπει συμπληρώνεται, είτε με έρευνα, είτε με δωρεές. Άρα, δεν πρόκειται για ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά για ιδιωτικές επιχειρήσεις που χάνουν χρήματα καθημερινά και που τα συμπληρώνουν, είτε οι απόφοιτοι, είτε εταιρείες.

Θα αποτελούσε μεγάλη μεταρρύθμιση το να μετατρέψουμε τα ελληνικά κρατικά Πανεπιστήμια, σε δημόσια. Αυτό θα αποτελούσε μεγάλο κέρδος για τα ίδια τα Πανεπιστήμια, αφού θα τους έδινε ευελιξία, δυνατότητα να συνδεθούν με τις τοπικές κοινωνίες και να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται, είτε αυτή έχει οικονομικό χαρακτήρα, είτε κοινωνικό σε μια τοπική κοινωνία.

Ακόμη, είναι σημαντικό για να λειτουργήσουν έτσι τα Πανεπιστήμια, να υπάρχει ένας φορέας ο οποίος να αξιολογεί πραγματικά το επίπεδο τής Παιδείας που προσφέρεται σε αυτά τα κρατικά και δημόσια Πανεπιστήμια. Αντίστοιχο φορέα δεν έχουμε σήμερα. Θα έπρεπε, λοιπόν, να τον αποκτήσουμε πριν αποφασίσουμε αν θα ανοίξουν. Διαφορετικά, θα ονομάζουμε Πανεπιστήμια εταιρείες οι οποίες δίνουν διπλώματα χωρίς ουσία. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, το πιο γνωστό ιδιωτικό κερδοσκοπικό Πανεπιστήμιο στην Αμερική, είναι το Πανεπιστήμιο του Trump, όπου ο πρώην Πρόεδρος τής Αμερικής, είχε ιδρύσει και το οποίο χρεοκόπησε. Δεν υπάρχουν πολλά κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια στον κόσμο, τα οποία να προσφέρουν υψηλής ποιότητας Παιδεία και δη, υψηλότερη των διδάκτρων, που ζητούν. Πριν αρχίσουμε, λοιπόν, να διασταυρώνουμε και πάλι τα ξίφη μας, στο όνομα τού κ. Μητσοτάκη για το αν θα παρακάμψουμε το άρθρο 16 ή όχι, πρέπει να γίνει σοβαρή συζήτηση για το πώς μπορεί να αναβαθμιστεί η Παιδεία που έχουμε σήμερα, κάνοντάς τη δημόσια. Και παράλληλα, πώς θα ανοίξουμε τουλάχιστον ένα μικρό παράθυρο ώστε να γίνει εφικτό να λειτουργήσουν εδώ, αν θέλουν, αυτά τα Πανεπιστήμια που υπάρχουν στο εξωτερικό. Πριν αρχίσουμε να ανοίγουμε την αγορά σε κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια, τα οποία γνωρίζουμε ότι αν δεν έχουμε κάνει όσα ανέφερα, θα υποβαθμίσουν την Παιδεία μας, οφείλουμε να εφαρμόσουμε κάθε στάδιο και να το αξιολογήσουμε. Η Κυβέρνηση όμως, αποφασίζει να θέσει ένα διχαστικό δίλημμα, το οποίο θα πολώσει την κοινωνία χωρίς τελικά να γίνουν οι πραγματικές αλλαγές που χρειάζεται η τριτοβάθμια εκπαίδευση τής Ελλάδας.

-Αναμένουμε μια αύξηση στα ποσοστά τού ΠΑΣΟΚ, αφού ο κόσμος έχει μεγαλύτερη όρεξη να ακούσει τι έχουμε να πούμε, σε σχέση με πριν. Αν εμείς συνεχίσουμε έτσι και η Κυβέρνηση με την ίδια τακτική, θα έχουμε μια σημαντική αύξηση των ποσοστών μας. Διαφορετικά, θα έχουμε μια κυριαρχία Μητσοτάκη, η οποία θα πρέπει να μας προβληματίσει. Ειδικά, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να «σέρνεται» μέσα στις εσωκομματικές αλλά και ιδεολογικές του αντιφάσεις. Άρα, πρόκειται για μια σημαντική συγκυρία για το ΠΑΣΟΚ, την οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε τους επόμενους 3, 4 μήνες.

Παρακάτω μπορείτε να ακούσετε ολόκληρη τη συνέντευξή μου στον ραδιοφωνικό σταθμό «Flash 99,4», με τον Γιάννη Μαγκριώτη:

Αλλάξτε τις ρυθμίσεις των cookies για να δείτε το video