Χαιρετισμός Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, Παύλου Γερουλάνου, στην έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989» του Μουσείου Μπενάκη
Για την έκθεση του Γ.Τσαρούχη Επιτρέψτε μου σήμερα να αισθάνομαι μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, καθώς επιστρέφω σε αυτόν τον χώρο ως πολιτικός προϊστάμενος. Όχι μόνο του μουσείου αλλά και κάθε μέλους της οικογένειας μου που βρίσκεται εδώ. Επιτέλους, επιβλήθηκε η ιεραρχία που είχα βάλει στο μυαλό μου από τότε που ήμουν 5 ετών… Και επιτρέψτε […]
Όχι μόνο του μουσείου αλλά και κάθε μέλους της οικογένειας μου που βρίσκεται εδώ.
Επιτέλους, επιβλήθηκε η ιεραρχία που είχα βάλει στο μυαλό μου από τότε που ήμουν 5 ετών…
Και επιτρέψτε μου μέσα σε αυτήν την φόρτιση να μην αναφερθώ μόνο στον Γιάννη Τσαρούχη. Άλλωστε δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά τον Άγγελο και προφανώς δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Τσαρούχη μετά την Νίκη που ευχαριστούμε για την συγκλονιστική της ανακοίνωση.
Αλλά να αναφερθώ και στην γιαγιά μου, την Ειρήνη Καλλιγά που μου τον έμαθε.
Από όπου και αν μας κοιτάει σήμερα είμαι βέβαιος ότι θα είναι περήφανη.
Ίσως όχι μόνο διότι το μουσείο που τόσο αγάπησε, φιλοξενεί το έργο του ανθρώπου που τόσο αγάπησε. Ούτε διότι ο εγγονός της προσφωνεί την έκθεση του φίλου της.
Αλλά διότι κατάφερε επιτέλους να δει τα παιδιά της και τα εγγόνια της
όλα τώρα πια – την Αιμιλία, τον Μαρίνο, την Δέσποινα, την Ειρήνη, την Μαρίνα αλλά και τον Παύλο να εργάζονται για αυτά που η ίδια αφιερώθηκε: για την Πατρίδα της, το μουσείο Μπενάκη και το Ελληνικό πολιτισμό.
Τον Ελληνικό πολιτισμό για τον οποίο πολλά θα είχε να πει σήμερα ο Γιάννης Τσαρούχης.
Και για όσους βιάζονται να επιβάλουν σε αυτήν την σκέψη το καυστικό χιούμορ του Τσαρούχη, (και να ‘μαστε καλά έχουμε δημιουργήσει άφθονη τροφή για το χιούμορ του) θα σας θυμίσω μια άλλη πτυχή του ζωγράφου.
Αυτή που κατάφερνε να βρει σε έναν κόσμο δύσκολο και πολλές φορές άγριο την ομορφιά του.
Εκείνες τις μέρες που ο Κουν, ο Χατζηδάκης, η Μελίνα, ο Μίκης, ήταν μέρος μιας απίστευτης καθημερινότητας.
Μιας καθημερινότητας που ανακάλυπτε τα ρεμπέτικά αλλά την ίδια ώρα τα έκρυβε να μην τα βρουν οι αστυφύλακες.
Μιας καθημερινότητας που δόξαζε το όμορφο και την ίδια ώρα το έστελνε εξορία.
Μιας εποχής όπου η προσωπικότητά σου καθώς και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μπορούσαν να είναι αδίκημα.
Όσοι γνωρίσαμε τον Γιάννη Τσαρούχη και την εποχή του μόνο μέσα από την ιστορία και την τέχνη του δεν μπορούμε να μιλήσουμε με το ίδιο πάθος αυτών που τον αγάπησαν και αυτών που αγαπήθηκαν από εκείνον.
Και όμως κάτι υπάρχει στην τέχνη του Γιάννη Τσαρούχη που εμπνέει εμάς.
Ίσως και περισσότερο και από εσάς που τον ζήσατε.
Αυτή την μετέωρη ισορροπία μεταξύ του κλασσικού και του επαναστατικού, όπως την είπε ο Ελύτης.
Μεταξύ του λαϊκού και του προνομιακού.
Μεταξύ του Ελληνικού και του διεθνούς.
Μια μετέωρη ισορροπία που θυμίζει λίγο φιγούρα στο ζεϊμπέκικο.
Λίγο να γύρεις προς μια μεριά και χάνεις την μαγεία της.
Μας εμπνέει εμάς περισσότερο διότι ζούμε σε έναν κόσμο που οι διαφορές ισοπεδώνονται με απίστευτη ταχύτητα, που οι ισορροπίες αντέχουν μόνο μέσα στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή.
Και σε αυτόν τον κόσμο ψάχνουμε να βρούμε κάθε τι που μας κάνει ιδιαίτερους.
Σίγουρα δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο κοιτώντας στο χθες.
Όμως μπορούμε να δημιουργήσουμε το αύριο μόνο αν ξέρουμε ποιοι είμαστε.
Αν γνωρίζουμε καλά την ταυτότητά μας.
Στον Γιάννη Τσαρούχη, μπορούμε να ξαναβρούμε αυτήν την μαγευτική ισορροπία που είναι τόσο Ελληνική και έχουμε τόσο ανάγκη.
Διότι στην τέχνη του αλλά και ο ίδιος προσωπικά μπορούσε να είναι βαθιά πατριώτης χωρίς να εμπνέει εθνικισμό.
Βαθιά καθημερινός χωρίς να γίνεται κοινότυπος.
Ενθουσιώδης για την ζωή χωρίς να σαχλαμαρίζει.
Σεξουαλικός χωρίς να είναι πρόστυχος.
Καυστικός χωρίς να είναι προσβλητικός.
Βαθιά πολίτης μιας νέας Ελλάδας χωρίς να γίνεται νέο-Έλληνας.
Τα πάντα για εκείνον ήταν τέχνη και μέσα από την τέχνη τα πάντα ήταν ταυτότητα.
Η ταυτότητα μιας Ελλάδας που μας κάνει περήφανους.
Μια Ελλάδας που ξαναζήσαμε εφήμερα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων και μετά ξαναχάσαμε βυθισμένοι στην συντήρηση και την φθορά.
Είναι ώρα να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε και αυτή η έκθεση δεν θα μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή από αυτήν.
Διότι η ομορφιά στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη δεν είναι ότι απεικόνισε όμορφα ένα ιδεατό κόσμο.
Αλλά ότι ανακάλυψε μέσα σε έναν κόσμο φλύαρο την απλή ομορφιά του.
Την Ελληνική ομορφιά του.
Και η δική μου γενιά το έχει πολύ ανάγκη αυτό.
Είμαι σίγουρος ότι αν ο Γιάννης Τσαρούχης ζούσε σήμερα θα χαιρόταν, ότι για μια ακόμη φορά η Ελλάδα θα ψάξει τον εαυτό της μέσα στην τέχνη του.
Η πιο όμορφη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας σαν χώρα είναι να τον ξαναβρούμε και να τον μοιραστούμε με τον κόσμο.
Σε κάθε τι που κάνουμε, σε κάθε τι που δημιουργούμε, σε κάθε υπηρεσία που προσφέρουμε.
Ευχαριστώ