Δεν θα είναι εύκολο. Αυτό που έχουμε δει στην Αμερική και το οποίο συμβαίνει και στην Ευρώπη είναι ένα βαθύ συναίσθημα φόβου που έχει κατακυριεύσει μεγάλα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτό τον φόβο τον εκμεταλλεύονται διαφορες δυνάμεις. Ο φόβος αυτός  ξεκινάει από τον τρόπο που αλλάζει η παγκοσμιοποίηση τα πράγματα, ο τρόπος που αλλάζουν οι τεχνολογίες, η οικονομία, οι κοινωνίες και το πώς λειτουργούμε σε αυτές. Κατά πόσο νιώθει ο κάθε άνθρωπος ότι έχει πρόσβαση εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας νιώθει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς αυτήν και ότι οδηγούνται οι πολιτικοί σε αποφάσεις οι οποίες είναι ενάντια στα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών ομάδων. Δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο, το έχουμε δει στην Ευρώπη, το έχουμε δει και στην Ελλάδα και είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν προσπαθούμε να αναλύσουμε αυτή την κατάσταση.  Διάφορες από αυτές τις ομάδες βρήκαν τη φωνή τους στον Τράμπ. Αυτός ο φόβος είναι μία ανοιχτή πληγή και την έχουμε δει να την εκμεταλλεύονται κατά καιρούς πιο ευφυείς άνθρωποι, πιο επιθετικοί άνθρωποι από τον Τράμπ, όπως ο Χίτλερ ή όπως δικτάτορες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτόν τον φόβο κάποιος θα τον εκμεταλλευτεί πολιτικά εάν δεν σοβαρευτεί το πολιτικό σύστημα. Ένας πιο σοβαρός ηγέτης, ένας πιο εμπνευσμένος ηγέτης θα μπορούσε αυτές τις μάζες να τις καθοδηγήσει όπου θέλει. Και αυτός είναι είναι ο πραγματικός κίνδυνος για την δημοκρατία. Πρέπει να καταλάβουμε όσοι παλεύουμε από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος ότι πρέπει να σοβαρευτούμε να μιλήσουμε σε αυτούς τους φόβους του κόσμου και να κλείσουμε τον δρόμο σε τέτοιου είδους ηγέτες, λαϊκιστές που εκμεταλλεύονται τον φόβο.

Τα νούμερα είναι απλά: λίγο λιγότεροι από τους μισούς Αμερικανούς ψήφισαν τον Τραμπ, περίπου 75 εκατομμύρια. Από αυτούς οι μισοί είναι Ρεπουμπλικανοί οι οποίοι συγχωρούσαν τον Τραμπ και αυτά που έκανε αλλά θεωρούσαν ότι ήταν ο καλύτερος ηγέτης που είχαν στη διάθεσή τους και άρα τον ψήφιζαν. Πολλοί από αυτούς σοκαρίστηκαν με αυτά που είδαν τις προηγούμενες μέρες, γενικά τις προηγούμενες εβδομάδες, διότι κάποιοι εξ αυτών αναγνώρισαν τον κίνδυνο που υπήρχε. Οι άλλοι μισοί είναι άνθρωποι που πιστεύουν στον Τραμπ και το αφήγημά του. Πιστεύουν ότι το αφήγημα του Τραμπ αξίζει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Και εκεί είναι που χρειάζεται αυτή τη στιγμή να συσπειρωθούν όσοι είναι απέναντι σε αυτό, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί, να καταλάβουν από πού προέρχεται, να μιλήσουν κοινωνικά στα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί αλλά και να θωρακίσουν τη δημοκρατία τους ώστε να μην υπάρξει επόμενος Τραμπ. Και χρειάζεται να λειτουργήσουν και στα δύο αυτά επίπεδα.

Τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τον Μπάιντεν. Ήδη έχει ένα καλό κλίμα υπέρ του επειδή ο Τραμπ έχει φοβίσει πολλούς Ρεπουμπλικανούς και ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο κέρδισε τη Γερουσία μέσα από τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις στην Georgia. Θα έχει όμως λίγο χρόνο στη διάθεσή του για να κάνει αλλαγές. Αυτή τη στιγμή η Αμερική βρίσκεται σε μία οικονομική ανάπτυξη μέσα στην οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί νιώθουν ότι υπάρχει γι’ αυτούς στον ήλιο μοίρα.  Μην ξεχνάμε ότι πριν τον κορονοϊό είχε μειωθεί η ανεργία και είχε αυξηθεί ο βασικός μισθός. Αυτό δεν είχε συμβεί στην Αμερική εδώ και αρκετά χρόνια. Θα μπορέσει ο Μπάιντεν την ημέρα μετά την πανδημία να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που είχε μείνει; Είναι πολύ δύσκολο. Η Αμερική έχει ξοδέψει τεράστια ποσά, τα δάνεια της Αμερικής όπως και στην Ευρώπη θα αυξηθούν άμεσα και, αργά ή γρήγορα, οι αγορές θα αρχίσουν να απαιτούν πάλι από τους πολιτικούς να σταματήσει αυτή η χρήση των χρημάτων για την ανάπτυξη της οικονομίας. Όπως καταλαβαίνετε αυτό θα μας επαναφέρει ουσιαστικά στον γνωστό φαύλο κύκλο. Είναι αυτό το οποίο ζήσαμε και στην Ελλάδα πριν από 10 χρόνια, να ξέρεις τι χρειάζεται η κοινωνία σου και να έρχεται η αγορά και να σου απαγορεύει να το κάνεις. Εδώ, οι πολιτικοί πρέπει να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας. Τα θέματα που θα έχουμε μπροστά μας θα είναι κοινωνικά όπως αυτά που έφεραν τον Τραμπ στην εξουσία. Θα χρειαστεί να πάρουμε αποφάσεις οι οποίες είναι έξω από τον τρόπο που σκεφτόμασταν μέχρι τώρα. Υπάρχει πρόταση από Έλληνες οικονομολόγους, για παράδειγμα, τα δάνεια του κορονοϊού να μπούν στον πάγο, διότι καταλαβαίνουν τι έρχεται και ξέρουν ότι οι κοινωνίες δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν εάν οι αγορές τους περάσουν χειροπέδες.

Ο Μπάιντεν έχει δύο αντικρουόμενα διλήμματα αυτή τη στιγμή, σίγουρα πρέπει να θωρακίσει τους θεσμούς, τη χαλαρότητα των οποίων εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ για να φτάσει μέχρι εδώ. Αυτό όμως έρχεται με ένα κόστος. Στην Ελλάδα, λέμε ότι έχουμε 300 νόμους για καθετί, επειδή οι πολιτικοί εκμεταλλεύτηκαν διαχρονικά τα κενά και φτιάχνουν συνέχεια καινούριους νόμους. Οι περισσότεροι νόμοι δεν λύνουν το πρόβλημα. Αλλά αυτό θα είναι το ένστικτο στο οποίο θα οδηγηθούν οι νομοθέτες στην Αμερική, πράγμα που έχει κινδύνους από την άλλη μεριά. Το δεύτερο είναι ότι αυτήν τη δουλειά θα προσπαθήσει να την κάνει με τους μισούς Ρεπουμπλικανούς που δεν είναι του Τραμπ. Στο μυαλό του Μπάιντεν, όταν λέει ότι εγώ θα ενώσω την Αμερική, εννοεί θα ενώσω τους Δημοκρατικούς με τους μισούς Ρεπουμπλικανούς στους οποίους μπορώ να μιλήσω. Αν θες να ενώσεις πραγματικά την Αμερική, πρέπει να μιλήσεις στο κοινό που άκουσε τον Τραμπ και αυτό το κοινό δεν ακούει εύκολα τις ελίτ των κομμάτων. Αυτό το κοινό όμως ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινό των Δημοκρατικών στο παρελθόν. Βλέπουμε ότι τα ποσοστά του Τραμπ αυξάνονται ιδιαίτερα στους αγρότες, στους εργάτες, στα εργοστάσια του Βορρά, αυξάνονται πολύ στους ρατσιστές και εκεί δεν νομίζω ότι έχει νόημα να μιλήσει κανείς . Αλλά δεν μπορείς να μην μιλήσεις στους εργάτες, στους αγρότες, στους ανθρώπους που χρειάζονται μία και δύο δουλειές για να επιβιώσουν. Έτσι πρέπει να ενώσεις την Αμερική. Όχι να την ενώσεις σε επίπεδο φοβισμένων Ρεπουμπλικανών και φοβισμένων Δημοκρατικών αλλά μέσα από ένα όραμα που θα δείξει πού θα πάει η Αμερική τα επόμενα δέκα χρόνια. Μόνο ένα κοινό όραμα θα ξυπνήσει τα ένστικτα όλων των στρωμάτων της Αμερικής και θα μπορέσει να ενώσει την κοινωνία προς μία καινούρια κατεύθυνση.

Στην Αμερική υπάρχουν δύο διαφορετικές και πραγματικά ισχυρές σχολές για την εξωτερική πολιτική. Η μία που θέλει την Αμερική να ασχολείται μόνο με τον εαυτό της χωρίς να έχει κανέναν λόγο να παίζει διεθνή ρόλο και η άλλη η οποία πιστεύει ότι η Αμερική πρέπει να γίνει ο αστυφύλακας του κόσμου. Στην πορεία, αυτές οι δύο σχολές έμειναν πίσω γιατί επικράτησε μία σχολή που ήθελε την οικονομία να επιβάλλεται στα πάντα. Αυτό το υπηρέτησε και ο Ομπάμα σε έναν βαθμό και ο Τραμπ πολυ περισσότερο και δη με τα δικά του τα συμφέροντα, με αποτέλεσμα να αφήσει πολύ ευάλωτη την αμερικανική γεωπολιτική θέση. Και θα φανεί τώρα, πολύ γρήγορα, αν ο Μπάιντεν θα φτιάξει μια αμερικανική ατζέντα για την επόμενη εικοσαετία ή αν θα συνεχίσει να διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική ατζέντα με βάση τα οικονομικά συμφέροντα της Αμερικής. Αν φτιάξει μια ατζέντα που τα οικονομικά συμφέροντα θα παίξουν ρόλο αλλά όχι πρωταρχικό, τότε πιστεύω ότι πολύ γρήγορα θα μπορέσει να δυναμώσει την Αμερική και να αντιμετωπίσει και την πρόκληση της Κίνας και της Ρωσίας, του Ιράν και των άλλων περιφερειακών δυνάμεων. Αν μείνει όμως στα προτάγματα της οικονομίας, τότε καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν για εκείνον και θα δυσκολέψουν και για την Αμερική μέχρι το τέλος της τετραετίας.

 

Αλλάξτε τις ρυθμίσεις των cookies για να δείτε το video