Συνέντευξη στο “Politik.gr” και στη δημοσιογράφο Δήμητρα Αθανασοπούλου
Δυστυχώς θα πρέπει να ξεκινήσω αυτή τη συνέντευξη με το θέμα που καίει στην κυριολεξία. Πως διαχειρίστηκε κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση τη φονική πυρκαγιά που έπληξε την Ανατολική Αττική; Και πως χειρίστηκε η αντιπολίτευση αυτή την κρίση; Η θλίψη για τον τραγικό θάνατο που βρήκαν οι άνθρωποι στην Ανατολική Αττική μάς έχει κυριεύσει […]
Δυστυχώς θα πρέπει να ξεκινήσω αυτή τη συνέντευξη με το θέμα που καίει στην κυριολεξία. Πως διαχειρίστηκε κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση τη φονική πυρκαγιά που έπληξε την Ανατολική Αττική; Και πως χειρίστηκε η αντιπολίτευση αυτή την κρίση;
Η θλίψη για τον τραγικό θάνατο που βρήκαν οι άνθρωποι στην Ανατολική Αττική μάς έχει κυριεύσει όλους και δεν μπορώ να φανταστώ πόσο αφόρητος είναι ο πόνος εκείνων που έχασαν δικούς τους τόσο άδικα. Αυτό που έρχεται να προστεθεί σε αυτήν τη θλίψη είναι ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα η πολιτική μας ηγεσία και οι υποστηρικτές τους από όλα τα κόμματα. Όσοι συμπαθούν την κυβέρνηση την υπερασπίζονται και ρίχνουν το φταίξιμο στους προηγούμενους και όσοι συμπαθούν την αντιπολίτευση λένε πως όλα θα διορθωθούν όταν έρθει ο Μητσοτάκης! Μα δεν καταλαβαίνουν αυτοί οι άνθρωποι ότι με τέτοιες νοοτροπίες δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ από τα λάθη μας; Πως έτσι «διασφαλίζουμε» ότι θα χάνουμε ανθρώπινες ζωές κάθε φορά που θα έχουμε ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο ή ένα αναπάντεχο γεγονός; Και βέβαια υπάρχουν τεράστιες πολιτικές ευθύνες αλλά υπάρχουν και δομικά προβλήματα στη λειτουργία της κρατικής μηχανής που βλέπουμε ξανά και ξανά να επαναλαμβάνονται. Αυτά μπορούμε κι επιβάλλεται να τα διορθώσουμε. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να μπορούμε να καταγράψουμε με νηφαλιότητα ποια ήταν λάθη διαχείρισης της κρίσης και ποια ήταν λάθη που μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει. Κανένας δεν πρέπει να φύγει από αυτό χωρίς να αναλάβει τις ευθύνες του αλλά το πιο σημαντικό, για όλους εμάς αλλά κυρίως για τα παιδιά μας, είναι να μάθουμε από τα λάθη που έγιναν και να διορθώσουμε ό,τι διορθώνεται.
Το 2012 θέσατε στη διάθεση του τότε Πρωθυπουργού την παραίτηση σας ( από το Υπουργείο Πολιτισμού) μετά την ένοπλη ληστεία που σημειώθηκε στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Πιστεύετε πως θα έπρεπε ή θα πρέπει να ακολουθήσουν παραιτήσεις ακόμα και για λόγους ευθιξίας όπως στην περίπτωση της Υπουργού Εσωτερικών της Πορτογαλίας ;
Είναι θέμα πολιτικής ευθύνης. Η ευθιξία ενός δημόσιου λειτουργού τον κρίνει σαν άνθρωπο. Αφορά τα δικά του συναισθήματα, το δικό του εσωτερικό κόσμο και τη δική του αντίδραση απέναντι σε ένα τέτοιο γεγονός. Κάποιοι νιώθουν τον πόνο του άλλου και παραιτούνται, κάποιους δεν τους ακουμπάει και συνεχίζουν.
Η πολιτική ευθύνη όμως αφορά το θεσμό και τη σχέση του με εμάς τους πολίτες. Απορρέει από την υπόσχεση που δίνει ένας δημόσιος λειτουργός στον ελληνικό λαό την ημέρα που ορκίζεται στο αξίωμά του και άρα, όταν αναλάβει πολιτική ευθύνη, πρέπει να κριθεί από αυτόν που του εμπιστεύτηκε το αξίωμα. Στην περίπτωση ενός υπουργού από τον Πρωθυπουργό. Στην περίπτωση του Πρωθυπουργού από τον ελληνικό Λαό. Όταν, λοιπόν, Πρωθυπουργοί όπως ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Καραμανλής πριν από αυτόν, αναλαμβάνουν πολιτική ευθύνη αλλά μένουν στη θέση τους προσβάλλουν βάναυσα, όχι μόνο το θεσμό του Πρωθυπουργού αλλά και τον ελληνικό Λαό που τους τον εμπιστεύτηκε.
Στην τελευταία συζήτηση μας είχατε πει πως εργαζόσασταν πάνω στο πολιτικό περιεχόμενο που έχει ανάγκη ο τόπος σήμερα. Σε τι φάση βρίσκεται αυτή η προσπάθεια και πόσο έχει επηρεαστεί από τις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει στον χώρο της κεντροαριστεράς;
Η βασική ιδέα πάνω στην οποία δουλεύουμε με τους συνεργάτες μου είναι ότι δίκαιη αναδιανομή του πλούτου στην Ελλάδα μπορεί να γίνει πλέον μόνο αν προηγηθεί δίκαιη αναδιανομή της εξουσίας. Ότι για να παραχθεί πλούτος και να διορθωθούν οι αδικίες που οδήγησαν στην κρίση πρέπει να γίνουμε συνδιαμορφωτές του συλλογικού μας μέλλοντος. Μιλώ για έναν ουσιαστικό και ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από τη δημιουργία θεσμών που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, διαβούλευση και λογοδοσία, που κάνουν πράξη όχι τόσο το σύνθημα «ο Λαός στην εξουσία» όσο το, ουσιαστικό συμπλήρωμά του, «η εξουσία στο Λαό».
Η πραγματικότητα είναι ότι από τον Πόλεμο μέχρι σήμερα η Ελλάδα αναπτύχθηκε με χρήματα άλλων. Το Σχέδιο Μάρσαλ, τα εμβάσματα των Ελλήνων του εξωτερικού, οι επενδύσεις από τα εφοπλιστικά κεφάλαια, οι επιδοτήσεις από την Ένωση και ο υπέρογκος δανεισμός ανέπτυξαν την ελληνική οικονομία και τη διάθεσή μας να καταναλώνουμε χωρίς να απαντήσουμε ποτέ ουσιαστικά στο ερώτημα πώς δημιουργούμε πλούτο στην Ελλάδα, γιατί και για ποιον. Αποτέλεσμα αυτού του ακούσιου και αναχρονιστικού μοντέλου ανάπτυξης ήταν να επιτρέψουμε στην ηγεσία μας – την πολιτική κυρίως αλλά και την επιχειρηματική, τραπεζική, μιντιακή και δικαστική εξουσία – να διατηρεί όλη τη δύναμη στα χέρια της και να ασχολείται αποκλειστικά με την αναδιανομή του πλούτου, όχι με την παραγωγή του. Έτσι δημιουργήθηκε και δυνάμωσε το πελατειακό κράτος. Και με την επικράτηση, στη συνέχεια, της συντηρητικής παγκοσμιοποίησης, που ανέτρεψε κάθε μέσο προστασίας της τοπικής ανάπτυξης, οδηγηθήκαμε τελικά στο να υποτάξουμε την κοινωνία μας ώστε να υπηρετεί τις ανάγκες της οικονομίας.
Σήμερα έχουμε ανάγκη να αντιστρέψουμε αυτή τη σχέση. Να επικαιροποιήσουμε τις πολιτικές που καθιστούν τον Άνθρωπο ελεύθερο και κυρίαρχο και θέτουν την οικονομία μας στην υπηρεσία της κοινωνίας. Για να το πετύχουμε όμως αυτό έχουμε ανάγκη από δυο συνθήκες: πρώτον, πρέπει να πιστέψουμε βαθιά ότι η Ελλάδα έχει ό,τι χρειάζεται για να πάει μπροστά – δεν αρκεί να το λέμε. Ότι υπάρχουν πηγές πλούτου και πόροι που σήμερα παραμένουν αδρανείς, που μπορούν να μας δώσουν τα εφόδια που χρειαζόμαστε σαν κοινωνία για να παράγουμε το δικό μας πλούτο. Και εννοώ οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλούτο. Αν δεν πιστέψουμε και επενδύσουμε στις δυνάμεις μας θα παραμείνουμε υποχείρια αυτών που μας δανείζουν.
Δεύτερον, ότι αυτές οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και οι πόροι παραμένουν ανενεργοί διότι επιτρέψαμε στο κεντρικό πολιτικό σύστημα να τις ελέγχει αντί να μεταβιβάσει τη διαχείρισή τους σε θεσμούς που μπορούν να τις ενεργοποιήσουν και που λογοδοτούν απευθείας σε εμάς, τους Έλληνες πολίτες. Οι τοπικές κοινωνίες, τα επιμελητήρια και οι συνεταιρισμοί, για παράδειγμα, είναι θεσμοί που θα μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν τις κοινωνικές και οικονομικές αποδόσεις των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών αν οι πόροι ήταν στα χέρια τους και η εξουσία και ο έλεγχός τους δεν ήταν στα χέρια του κεντρικού πολιτικού συστήματος, αλλά στα δικά μας. Προϋποθέσεις όπως είπα: η διαφάνεια, η διαβούλευση και η λογοδοσία. Με άλλα λόγια, θα αντιστρέψουμε την παρούσα κατάσταση αν σταματήσουμε να περιμένουμε τα πάντα από το κεντρικό πολιτικό σύστημα και απαιτήσουμε να γίνουμε συμμέτοχοι και συνδιαμορφωτές του κοινού μας μέλλοντος.
Δύο συνθήκες, λοιπόν, που απαντούν στο ερώτημα γιατί παράγουμε πλούτο, ποιος τον παράγει και για το καλό τίνος. Για να υλοποιήσουμε όμως αυτό το σχέδιο έχουμε ανάγκη από μια νέα πολιτική ηγεσία που δε θα έχει τις εξαρτήσεις και τις δουλείες του παρελθόντος. Μια πολιτική ηγεσία που θα εμπιστεύεται τον Έλληνα τόσο ώστε να μεταφέρει τις εξουσίες της σε δομές και θεσμούς που λογοδοτούν σε εμάς. Και για να το πετύχουμε αυτό δεν πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους μικροκομματικούς ή με την προοπτική των επερχόμενων εκλογών. Χρειάζεται να κινητοποιήσουμε τις διαθέσιμες δυνάμεις που πιστεύουν ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες έχουμε την δύναμη να σταθούμε στα πόδια μας και να τις εντάξουμε σε μια διαδικασία δημιουργίας πολιτικού περιεχομένου που θα δώσει πραγματικές λύσεις στα θέματα που απασχολούν την κοινωνία μας και τελικά τις ζωές μας. Προφανώς σε μια τέτοια προσπάθεια κανείς δεν περισσεύει.
Πότε εκτιμάτε πως θα γίνουν και ποιο το δικό σας σχέδιο;
Δικό μου σχέδιο είναι να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε ο χώρος μας να μπορέσει να σταθεί και πάλι στο πλευρό του Έλληνα και της Ελληνίδας, που σήμερα δοκιμάζονται, που αγωνιούν για το αύριο, που δεν νιώθουν ότι κάποιος εκπροσωπεί τη φωνή τους. Να μπορέσει και πάλι ο χώρος μας να αγωνιστεί για την προάσπιση των δικαιωμάτων μας που σήμερα καταπατώνται πολλαπλώς από το κεντρικό πολιτικό σύστημα και τις εξουσίες και παραεξουσίες που νομίμως ή παρανόμως δημιουργεί ή ανέχεται. Το δικαίωμά μας για παράδειγμα να είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο και το κράτος. Το δικαίωμά μας να συμμετέχουμε στις αποφάσεις που αφορούν την ζωή μας. Το δικαίωμά μας να εκπροσωπούμαστε με αξιώσεις εκεί που παίρνονται αποφάσεις για εμάς μακριά από τη χώρα μας.
Να δώσω ένα παράδειγμα: το δικαίωμα του καθενός από εμάς να νιώθει ασφαλής να οραματίζεται, να σχεδιάζει και να εργάζεται για να χτίσει το ατομικό και συλλογικό του μέλλον ανακόπτεται καθημερινά από απρόβλεπτες καταστάσεις που το ίδιο το κράτος και το πολιτικό σύστημα προκαλεί, όπως οι αλλεπάλληλες αλλαγές στη νομοθεσία και τη φορολογία, η πολυνομία, όπως το γεγονός ότι αν μπεις στη διαδικασία να δώσεις μία μάχη σε ελληνικό δικαστήριο δεν ξέρεις αν και πότε θα δικαιωθείς. Πρέπει ο χώρος μας να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο να σταθούμε οι Έλληνες στα πόδια μας και να μπορούμε και πάλι να ονειρευόμαστε και να δημιουργούμε. Αυτή τη μάχη έχουμε να δώσουμε όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές.
Ο χρόνος διεξαγωγής τους όμως είναι κάτι που παραμένει στα χέρια του Πρωθυπουργού και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα τον επηρεάσει προς αυτήν την απόφαση. Δυστυχώς, διότι αυτή η εξουσία δυναμώνει το αξίωμα του Πρωθυπουργού και αποδυναμώνει τη δημοκρατία.
Θα ήθελα την άποψη σας- τόσο ως ιστορικός όσο και ως πολιτικός- για τη συμφωνία των Πρεσπών
Πιστεύω ότι όλοι οι Έλληνες πονάμε με τη συμφωνία των Πρεσπών. Είναι μια συμφωνία σκληρή, δυσκολοχώνευτη, με θετικά μεν στοιχεία, αλλά που αφήνει ευαίσθητα θέματα, όπως της ταυτότητας και της γλώσσας, ανοιχτά σε ερμηνείες ακραίων. Και θεωρώ στρατηγικό λάθος ότι η σημερινή κυβέρνηση ακολούθησε το αρνητικό παράδειγμα των περισσότερων προηγούμενων και αντί να χειριστεί το θέμα εθνικά το κατέστησε κομματικό της στόχο και, κατά τη δική της ερμηνεία, επίτευγμα. Σίγουρα θα είχαμε πετύχει καλύτερα αποτελέσματα αν οι Σκοπιανοί μάς είχαν απέναντι τους ενωμένους.
Σαν ιστορικός, όμως, μπορώ να σας πω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που ευθύνεται για την πορεία που οδήγησε σε αυτήν τη συμφωνία. Διότι πάντα κρίνουμε αυστηρά εκείνον που κλείνει ένα θέμα που ταλανίζει γενιές ολόκληρες, ξεχνώντας τα εγκλήματα, τις αστοχίες και τις παραλείψεις όλων όσων μας έφεραν εδώ. Η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε γεννηθεί όταν το Σκοπιανό πήρε το στραβό δρόμο στον οποίο οδηγηθήκαμε σήμερα.
Δεδομένου πως ανήκετε σε εκείνους που δείχνουν να πιστεύουν πάντα στο ΠΑΣΟΚ , πιστεύετε πως μπορεί στ’ αλήθεια να αναδομηθεί και ποια μπορεί να είναι η θέση του σε μια νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές;
Πιστεύω πάντα στο πολιτικό όραμα του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ένα όραμα Ανθρωποκεντρικό και άρα δημοκρατικό, πατριωτικό και σοσιαλιστικό που μας λέει ότι ο Έλληνας πρέπει να είναι πρωτίστως ελεύθερος, κυρίαρχος και συνδιαμορφωτής του συλλογικού και ατομικού του μέλλοντος. Αυτό το όραμα παραμένει επίκαιρο όσο ο καθένας από εμάς νιώθει εγκλωβισμένος σε μια πραγματικότητα που δεν του αξίζει. Δική μας δουλειά τώρα είναι, αυτή που σας περιέγραψα νωρίτερα, να επικαιροποιήσουμε αυτό το διαχρονικό όραμα μέσα από θέσεις και προτάσεις που μπορούν να απαντήσουν στις ανάγκες και στα προβλήματα που έχει η κοινωνία μας σήμερα.
Πριν από ένα χρόνο είχατε πει πως για να αλλάξουν τα σύμβολα πρέπει να αλλάξει το πολιτικό περιεχόμενο. Μήπως ήρθε η ώρα και για αλλαγή προσώπων ;
Κάθε κόμμα χαρακτηρίζεται από το όραμά του για την κοινωνία την οποία θέλει να εκπροσωπήσει. Από εκεί απορρέουν οι θέσεις και οι προτάσεις που καταθέτει για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Το περιεχόμενο, λοιπόν, ενός πολιτικού φορέα καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και τα πρόσωπα που θα το υπηρετήσουν. Αυτοί που προσποιούνται ότι το υπηρετούν φαίνονται αμέσως και από μακριά. Όταν όμως μένεις για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς επικαιροποιημένο περιεχόμενο καταντάς κόμμα αποκατάστασης παλιών, φθαρμένων στελεχών που δεν έχουν κάτι να πουν και άρα δεν αφορούν την κοινωνία.
Τι θα λέγατε σε εκείνους που λένε πως πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ με τις μετατοπίσεις του καλύπτει το χώρο της κεντροαριστεράς;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν κερδίσει τις ψήφους της κεντροαριστεράς αλλά δεν έχει ακόμα κερδίσει τους ψηφοφόρους της. Δεν έχει καταφέρει δηλαδή να μιλήσει ακόμα στην καρδιά τους. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: πρώτον, διότι έχει μια ταξική αντίληψη για την κοινωνία και άρα το ένστικτό του είναι να διχάζει αντί να ενώνει, να βάζει τον έναν Έλληνα απέναντι στον άλλον. Αντίθετα, το όραμα του ΠΑΣΟΚ, που μιλούσε για έναν πολίτη ελεύθερο και κυρίαρχο, αφορά το σύνολο της κοινωνίας και μπορεί να εμπνεύσει ανθρώπους από όλες τις πολιτικές τάσεις, τις ηλικίες, τις κοινωνικές ομάδες. Ο δεύτερος λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κερδίσει εύκολα την καρδιά του ψηφοφόρου του ΠΑΣΟΚ είναι διότι, κατά βάθος, είναι ένα συντηρητικό κόμμα. Όπως και η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι μια μικρή κομματική ελίτ πρέπει να επιβάλλει στον Έλληνα τη δική της αντίληψη, τις δικές της προτεραιότητες, τον δικό της σχεδιασμό και περιμένει από τον Έλληνα να υπακούσει σε αυτά. Και τα δύο κόμματα επικαλούνται τη δημοκρατία αλλά δεν πιστεύουν ουσιαστικά σε αυτήν διότι δεν εμπιστεύονται τον Έλληνα. Το δημοψήφισμα είναι τρανό παράδειγμα. Ποιος άλλος θα είχε το θράσος να ζητήσει την άποψη του Έλληνα και αφού ο Έλληνας εκφραστεί να πετάξει την άποψή του στα σκουπίδια; Η επίκληση της δημοκρατίας δεν σε κάνει δημοκράτη.
Το ερώτημα τώρα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αλλάξει. Δύσκολο, διότι ο τρόπος που γεννήθηκε και οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε για να πάρει την εξουσία έχουν ουσιαστικά επιβληθεί στη φύση του. Όσο όμως το ΠΑΣΟΚ δεν έχει φωνή, προσφέρει στο ΣΥΡΙΖΑ χρόνο και ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του.
Δεν μπορώ να μη ρωτήσω για την πρόσφατη απώλεια σας.. και αν μέσα από αυτή έχει γεννηθεί μια σκέψη για παράδειγμα για το Μουσείο Μπενάκη ή για οτιδήποτε άλλο
Σας ευχαριστώ που ρωτάτε. Ήταν δύσκολη χρονιά και για μένα προσωπικά, για την οικογένειά μου, αλλά και για την οικογένεια του Μουσείου Μπενάκη. Λίγο μετά την απώλεια του πατέρα μου, το Μουσείο Μπενάκη έχασε και τον Άγγελο Δεληβοριά, το όραμα του οποίου είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω περισσότερο βοηθώντας το Μουσείο να δημιουργήσει ένα δίκτυο φίλων ανάμεσα σε Έλληνες του εξωτερικού.
Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι το Μουσείο Μπενάκη είναι το μόνο μουσείο στον κόσμο που καλύπτει την ελληνική ιστορία και την ελληνική τέχνη από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Προφανώς, αυτό έχει σημαίνουσα αξία για κάθε ξένο επισκέπτη. Προσωπικά, όμως, με ενδιαφέρει η τεράστια αξία που έχει για εμάς τους Έλληνες. Ως μοναδικός φορέας που αντιμετωπίζει τον ελληνικό πολιτισμό ενιαία, δεν κατακερματίζει την ιστορία μας, δεν κρίνει την πολιτιστική μας κληρονομιά ανάλογα με την περίοδο που εξετάζει, δεν μας ζητάει να διαλέξουμε αν είμαστε παιδιά των αρχαίων, των ορθόδοξων Βυζαντινών ή παιδιά της Επανάστασης και της σύγχρονης Ελλάδας. Αφηγείται με τρόπο υπέροχο τη διαδρομή μας ως Έλληνες, μας συνδέει με όσους επηρεάσαμε και όσους μας επηρέασαν και μέσα από αυτό το αφήγημα αναδεικνύει τον πλούτο μας αλλά και τη συνέχεια που υπάρχει στη δύναμη της φυλής μας.
Έτσι πιστεύω ότι πρέπει να διδάσκουμε την ιστορία μας και στο σχολείο. Αντί να μαγευόμαστε από τις στρατιωτικές μας νίκες και να ντρεπόμαστε για τις ήττες μας θα έπρεπε να βοηθάμε κάθε Ελληνόπουλο να γνωρίσει τον απίστευτο και διαχρονικό πλούτο της ελληνικής δημιουργίας. Όχι μόνο για να μεγαλώσει περήφανο αλλά κυρίως για να αντιληφθεί ότι κάποιες αρχές και κάποιες αξίες παραμένουν αδιαπραγμάτευτες στην πορεία της ιστορίας μας. Αξίες όπως η ελευθερία του ανθρώπου και κατ’ επέκταση η δημοκρατία, αξίες όπως η ισότητα και η απέχθειά μας στην ύβρη, αξίες όπως η ανάγκη για συνεχή ατομική και συλλογική πρόοδο και η έμφαση που δίνουμε στα θέματα παιδείας έρχονται εύκολα στο μυαλό κάθε Έλληνα. Το Μουσείο Μπενάκη έχει μια μοναδική ικανότητα να παρουσιάζει μέσα από την ιστορία της ελληνικής τέχνης τις ιδιαιτερότητες του Λαού μας και έτσι κατορθώνει να χτίζει μια πανίσχυρη ελληνική ταυτότητα.
Ποια βιβλία- συγγραφείς σας κάνουν συντροφιά αυτό το καλοκαίρι;
Το καλοκαίρι είναι μία περίοδος που μου δίνεται η ευκαιρία να διαβάζω, ακόμα και παράλληλα, βιβλία που δεν εξαντλούνται θεματολογικά στο αντικείμενο της δουλειάς μου. Το βιβλίο που με ενθουσίασε από την πρώτη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου ήταν οι Δρόμοι του Μεταξιού, του Peter Frankopan. Είναι μια εξαιρετική περιγραφή της εξέλιξης των πολιτισμών από την αρχαία Ελλάδα μέχρι την αρχαία Κίνα. Χωρίς τυμπανοκρουσίες πετυχαίνει τρία πράγματα μαζί: πρώτον, αναδεικνύει αυτό που όλοι οι Έλληνες γνωρίζουμε, ότι ο Δυτικός πολιτισμός αναπτύχθηκε πρόσφατα και ότι η Ανατολή αποτελείται από λαούς με μεγάλο βάθος, ιστορία και πολιτισμό. Δεύτερον, ότι αυτό το βάθος προσφέρει στους λαούς της Ανατολής τη δυνατότητα να εξισορροπήσουν την πρωτοκαθεδρία της Δύσης. Και τέλος, αυτό που ενδιαφέρει εμάς τους Έλληνες, ότι η πατρίδα μας μπορεί να «κοιτάξει» προς την Ανατολή με την ίδια άνεση που «κοιτάζει» προς τη Δύση. Ότι διαχρονικά η δύναμή μας δεν βρίσκεται στο να λειτουργούμε σαν σύνορο του ενός κόσμου απέναντι στον άλλον, αλλά στο να λειτουργούμε σαν γέφυρα που τους επιτρέπει να επικοινωνούν.
Άλλα βιβλία που έχω αρχίσει και ελπίζω να ολοκληρώσω μέσα στο καλοκαίρι είναι το «Γιατί Δεν Αγαπάμε τη Δημοκρατία» της Myriam Revault d’Allonnes, η «Λευκή Καραϊβική» του Maurice Attia, η «Συναισθηματική Νοημοσύνη» του Daniel Goleman και το «Σκοτεινό Βερολίνο» του Harald Gilbers, όλα δώρα πολύ καλών φίλων.