Εισήγηση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, Παύλου Γερουλάνου στην κοινή συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με τίτλο: Η ευρωπαϊκή ατζέντα για τον πολιτισμό και η ευρωπαϊκή ταυτότητα.
H πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πολιτισμό επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο σεβασμό της πολυμορφίας και την ανάδειξη της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς. Και όπως κάθε ευαίσθητη ισορροπία αποφεύγει τις αιχμές που θα μπορούσαν να προσδώσουν στην Ευρώπη τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει ο πολιτισμός. Η «Ατζέντα για τον πολιτισμό» δομεί την πολιτιστική πολιτική […]
H πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πολιτισμό επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο σεβασμό της πολυμορφίας και την ανάδειξη της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς. Και όπως κάθε ευαίσθητη ισορροπία αποφεύγει τις αιχμές που θα μπορούσαν να προσδώσουν στην Ευρώπη τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει ο πολιτισμός.
Η «Ατζέντα για τον πολιτισμό» δομεί την πολιτιστική πολιτική της Ένωσης γύρω από τρεις πυλώνες:
– η πολιτιστική πολυμορφία και ο διαπολιτισμικός διάλογος,
– ο πολιτισμός ως καταλύτης της δημιουργικότητας,
– ο πολιτισμός ως στοιχείο των διεθνών σχέσεων της Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν ενταχθεί κάποιες ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες που αγγίζουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και προβληματισμού. Σε κάθε μία από αυτές θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε συνεδριάσεις γόνιμου προβληματισμού:
Η Europeana, το σήμα ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, η κινητικότητα των εργαζομένων και των συλλογών, η πολιτική της Ένωσης για την πολυγλωσσία και την «παιδεία στα Μέσα» (media literacy) εντάσσονται στον πρώτο άξονα, αυτόν της πολιτιστικής πολυμορφίας.
Ο δεύτερος άξονας είναι προσανατολισμένος στην αμιγώς οικονομική/αναπτυξιακή διάσταση του πολιτισμού. Η πράσινη βίβλος για τις δημιουργικές/πολιτιστικές βιομηχανίες (creative industries) επιχειρεί να αναδείξει τις δυνατότητες των μικρομεσαίων πολιτιστικών βιομηχανιών να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την καινοτομία.
Σημαντική είναι και η πολιτιστική διάσταση των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης, τόσο μέσα από το συντονισμό της με τη δράση της UNESCO και του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο μέσω της πολιτιστικής συνεργασίας που αναπτύσσει με τρίτες χώρες.
Η Επιτροπή αναφέρεται στην έκθεση της εκτενώς στον τρόπο εργασίας που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο υλοποίησης της Ατζέντας, δηλαδή στην ανοιχτή μέθοδο συντονισμού και το δομημένο διάλογο με την κοινωνία των πολιτών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπηρεσίες του Υπουργείου συμμετείχαν συμβάλλοντας ουσιαστικά στις ομάδες εργασίας που λειτούργησαν. Μοιράστηκαν την ελληνική εμπειρία, ιδίως σε ζητήματα συνεργιών ανάμεσα στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό και σε θέματα κινητικότητας συλλογών. Συγχρόνως, κατέστησαν την ελληνική δημόσια διοίκηση κοινωνό των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Εξάλλου, το Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού στηρίζει ενεργά το εγχείρημα της Europeana, συμμετέχοντας στο δίκτυο ATHENA και την πύλη MICHAEL.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της Δ/νσης Ευρωπαϊκής Ένωσης του ΥΠΠΟΤ λειτουργεί το «Πολιτιστικό Σημείο Επαφής» της Ελλάδας, που είναι ο «πρεσβευτής» του προγράμματος «Πολιτισμός 2007-2013» στη χώρα μας.
Όμως η ατζέντα παραμένει φτωχή, επιχειρηματοκεντρική και κατακερματισμένη. Με κίνδυνο να γίνω πεζός, συχνά το κόστος να βρεθούμε ως υπουργοί πολιτισμού είναι μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό κάποιων από τα προγράμματα που ανέφερα.
Παρά την έντονη δραστηριότητα που αποτυπώνει η έκθεση, η συνολική εικόνα που σχηματίζεται για την πολιτιστική πολιτική της Ένωσης και τη φιλοσοφία που τη διέπει απέχει πολύ από τα λόγια του Denis de Rougemont, με τα οποία ξεκινά η ίδια η Ατζέντα, ότι δηλαδή «Η Ευρώπη υφίσταται ως πολιτισμός ή δεν υφίσταται καθόλου».
Η προσέγγιση αυτή είναι τόσο ρομαντική όσο και ρεαλιστική: Η δημιουργία μιας κοινής και ειρηνικής πορείας για τα κράτη της Ευρώπης οφείλει την επιτυχία της σε μια κοινότητα αξιών και στόχων που προϋπήρξε των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οι κοινές μας αξίες είναι αυτές που οδήγησαν την Ευρώπη σε μια κοινή πορεία και αυτές οι αξίες είναι πολύ πιο δυνατές και ουσιαστικές από οποιαδήποτε οικονομικά κίνητρα ή οικονομικές συνθήκες. Για όσους ακόμη θυμούνται, η Ένωση ξεκίνησε ως παγκόσμιο πείραμα ειρήνης και συνεργασίας χωρών και λαών και όχι ως ένωση οικονομική.
Όμως, η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης βασίστηκε υπέρμετρα στην οικονομία και πολύ λιγότερο στους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε.
Η αγωνία της Ένωσης, όπως αποτυπώθηκε εξ αρχής στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν να καθησυχάσει τους λαούς της Ευρώπης πως η ένωση των οικονομιών και η ενιαία αγορά δεν θα συμπαρασύρει τους εθνικούς και τοπικούς πολιτισμούς σε μια αντίστοιχη ένωση. Ο φόβος ότι η Ένωση θα οδηγήσει σε ενιαίο, ομοιόμορφο πολιτισμό, χωρίς σύνορα παραδόσεων, γλωσσών, ιστορίας οδήγησε τελικά στην υποβάθμιση του πολιτισμού ως αιχμή της κοινής πορείας και άρα στην υποβάθμιση του κοινού μας Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αποδόθηκε από παραδρομή στον Ζαν Μονέ η ρήση ότι αν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν να γίνει από την αρχή, θα ξεκινούσε από τον πολιτισμό και όχι από την οικονομία.
Η δημοτικότητα της φράσης αυτής, ακόμα και μετά την αποκατάσταση της αλήθειας σχετικά με την πατρότητά της, αποκαλύπτει ότι έχουμε λησμονήσει τι ήταν αυτό που μας οδήγησε στην ενοποίηση: ότι οι κοινές μας αξίες υπερβαίνουν τα τοπικά ή γεωγραφικά μας συμφέροντα.
Και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η συλλογική μας αμνησία για τα αίτια ενοποίησης της Ευρώπης έχει συμβάλει καθοριστικά στην σημερινή οικονομική κρίση. Αν κάτι μπορεί να διδάξει η ιστορία αυτό είναι ότι μια μεγάλη συμμαχία δεν μπορεί να αντέξει αν δεν στηρίζεται στους λόγους για τους οποίους ιδρύθηκε.
Η οικονομοκεντρική λογική της ενοποίησης έδειξε τα όριά της στην κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Κρίση που κάποιοι θεώρησαν απλουστευτικά ότι οφείλεται στην Ελλάδα.
Η ευκολία με την οποία το ελληνικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αρχικά ως το πρόβλημα ενός τρίτου, ενός μεμονωμένου κράτους και όχι ως κοινό πρόβλημα, ανέδειξε σε πρώτο χρόνο την ανεπάρκειά της Ευρώπης σε όραμα και συνοχή. Δευτερευόντως την ανεπάρκειά της σε αλληλεγγύη όπως κάποιοι ήθελαν να το παρουσιάσουν.
Εξάλλου, η απάντηση που προσπαθεί εν τέλει να δώσει η Ένωση εξακολουθεί να στηρίζεται σε εργαλεία οικονομικής πολιτικής, τα οποία είναι σαφές ότι δεν αποτελούν πειστική απάντηση στις προκλήσεις της εποχής και ότι δεν αποτελούν συνεκτικό υλικό που να αντέχει σε οριακές καταστάσεις.
Η κρίση όμως δίνει μια νέα ευκαιρία στην Ευρώπη, κοιτάζοντας το κοινό μας μέλλον, να δούμε τι κάναμε λάθος στη μέχρι σήμερα πορεία προς την σύγκλισή μας. Αντί να γίνουμε μια πολιτισμική ένωση, από την οποία να απορρέουν οικονομικές επιλογές και κριτήρια, γίναμε μια αμιγώς οικονομική ένωση από την οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να απορρέουν πολιτισμικές επιλογές.
Οικονομικές αρχές και διαδικασίες είναι αδύνατον να ορίσουν κοινή ταυτότητα και καθιστούν πρόσκαιρη και συγκυριακή κάθε προσπάθεια συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Αντίθετα, η κοινή πολιτιστική μας παράδοση, οι κοινές αξίες και η κοινή μας ιστορία δίνουν στέρεες βάσεις για μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, από την οποία η Ευρώπη μπορεί να αντλήσει την αυτοπεποίθηση και τη νομιμοποίησή της.
Είναι προφανές ότι δεν είναι εύκολη δουλειά να οριστεί η κοινή πολιτιστική παράδοση. Ούτε καν να αρχίσει μια σοβαρή και ειλικρινής συζήτηση γύρω από το θέμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας σε επίπεδο Ένωσης διότι η φοβικότητα μιας ενιαίας αγοράς που θα ισοπεδώσει πολιτιστικές ιδιαιτερότητες παραμένει ζωντανή.
Είναι προφανές ότι η αναζήτηση κοινών αξιών θα φοβίσει ειδικά αυτούς που αισθάνονται ότι οι ιδιαιτερότητές του πολιτισμού τους δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η παραδοχή, παρότι αναληθής, θα οδηγήσει αρκετές χώρες, να θέλουν να αποφύγουν έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο.
Ως Ελλάδα όμως μπορούμε αλλά και οφείλουμε να ανοίξουμε το ζήτημα αυτό σήμερα. Για μια σειρά από λόγους:
Ο ελληνικός πολιτισμός, οι ανθρωπιστικές αρχές και αξίες που πρεσβεύει παραμένει η βάση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και αυτό είναι σημαντικό να το θυμηθεί και να το υιοθετήσει η Ευρώπη.
Η ελευθερία του ατόμου, η δημοκρατία και η ισότητα είναι βασικές αξίες της ενοποίησης.
Είναι προφανές ότι μια χώρα με τέτοια παράδοση οφείλει να την επαναφέρει στο τραπέζι της συζήτησης.
Υπάρχει όμως και τεράστια συμβολική σημασία μιας τέτοιας κίνησης: η χώρα που κατηγορείται ότι αδυνατίζει την Ένωση μπορεί και πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να τη δυναμώσει. Και αυτό που μπορούμε όλοι μαζί να κάνουμε και σαν Υπουργείο και σαν Κοινοβούλιο είναι να υποστηρίξουμε τον διάλογο που θα ορίσει την κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά.
Στόχος, όσο ουτοπικός και αν είναι, είναι πρώτον να τεθούν τα δύσκολα ερωτήματα και εν συνεχεία να ερωτηθούν και να απαντηθούν, να καταγράψουμε τις αξίες που μας έφεραν μαζί και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που μας ενώνουν. Και σε αυτό θέλω να ζητήσω την βοήθειά σας.
Μαζί μπορούμε να φέρουμε τα θέματα στο τραπέζι και να «σπρώξουμε» μια πραγματικά ουσιώδη συζήτηση για τον κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Ακόμη και η συζήτηση θα βοηθήσει να δυναμώσει η Ένωση διότι θα αναδείξει την πολιτιστική της διάσταση και θα την οδηγήσει σε μια νέα πορεία.
Και αυτό είναι σημαντικό διότι εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμείνει μια ένωση οικονομιών θα είναι τόσο αδύναμη όσο η ασθενέστερη οικονομία της. Εάν όμως γίνει ένωση πολιτισμού θα είναι τόσο δυνατή όσο και ο κοινός της πολιτισμός.