Η Υπόσχεση
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας ως Έλληνες μετά την κρίση είναι να ξαναχτίσουμε τη μεσαία τάξη. Μια μεσαία τάξη που νιώθει ασφάλεια από εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους, που προοδεύει με συνέπεια στις αρχές, τις αξίες και τις παραδόσεις της χώρας, που συμμετέχει στα κοινά και συνδιαμορφώνει το μέλλον της μέσα από ουσιαστικά δημοκρατικές διαδικασίες, που έχει και εξασκεί το δικαίωμά της να δημιουργεί, αξιοποιώντας με κανόνες τους πόρους της χώρας.
Μια μεσαία τάξη που θα αφήσει στην επόμενη γενιά περισσότερα από όσα της άφησε η προηγούμενη, φιλοδοξία που παρακίνησε γενιές Ελλήνων να πετύχουμε πράγματα ανώτερα από ό,τι μας έταξε η μοίρα μας.
Μια δημιουργική και δυναμική μεσαία τάξη αποτελεί θεμέλιο μιας σύγχρονης κοινωνίας, δημοκρατίας και οικονομίας. Χωρίς αυτήν η οικονομία μας θα παραμείνει εξαρτημένη από τρίτους που βάζουν το δικό τους συμφέρον πάνω από το δικό μας, η δημοκρατία μας θα παραμείνει αδύναμη και ευάλωτη σε πολιτικούς των άκρων και η κοινωνία μας θα παραμείνει διχασμένη, καθηλωμένη και ανήμπορη. Αυτό σημαίνει ότι η απαίτηση να ανταποκριθούμε στην πρόκληση είναι επείγουσα.
Από τα μεγαλύτερα λάθη που οδήγησαν στην κρίση και μας έχει καθηλώσει σε αυτήν είναι η άποψη ότι η μεσαία τάξη ορίζεται με όρους οικονομικούς. Ότι η αύξηση της αγοραστικής δύναμης κάποιων οδηγεί αυτόματα στην κοινωνική συνοχή και ατομική ευημερία όλων. Η πραγματικότητα είναι ότι όσο και αν πλουτήνουν κάποιοι Έλληνες δεν θα υπάρχει μεσαία τάξη αν δεν συνδεθεί η εξέλιξή της με τη δυνατότητα όλων μας να νιώθουμε ασφάλεια, το δικαίωμά μας να είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο και το κράτος, τη δυνατότητά μας να συμμετέχουμε ουσιαστικά στη δημοκρατία μας, την προοπτική μας να προοδεύουμε πολιτιστικά και πολιτισμικά, το δικαίωμά μας να δημιουργούμε ελεύθερα.
Δυστυχώς, αντίθετα με ότι πιστεύει σήμερα η πολιτική, και κατ’ επέκταση οι υπόλοιπες εξουσίες του τόπου, μια δημιουργική και δυναμική μεσαία τάξη δεν θα σχηματιστεί αυτόματα όταν θα βγούμε στις αγορές ή όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ γίνουν θετικοί. Αντίθετα, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η αύξηση του ΑΕΠ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων και περεταίρω καθίζηση των χαμηλότερων στρωμάτων διότι θα προκληθεί από την ισχυροποίηση των λίγων που σήμερα έχουν και μπορούν να πάρουν ρίσκο σε μια χώρα όπου κάθε τι δημιουργικό κινδυνεύει από το ίδιο το κράτος.
Η πραγματικότητα είναι ότι αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια ισχυρή μεσαία τάξη που θα διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και πρόοδο δεν αρκεί να σκαρφιστούμε ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα ή να διαπραγματευτούμε μια νέα οικονομική ενίσχυση όπως κάναμε τα προηγούμενα χρόνια. Χρειάζεται μια βαθιά αλλαγή στις δομές και τις λειτουργίες του κράτους ώστε να μετατραπεί από γραφειοκρατία που υπηρετεί, κατά κύριο λόγο τον εαυτό της και τους λίγους, σε αποτελεσματικές υπηρεσίες που διασφαλίζουν τα δικαιώματα όλων μας. Από κράτος που δυναστεύει σε κράτος που υπηρετεί τον πολίτη.
Γιατί; Διότι η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία θα σταθούν στα πόδια τους και θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια ισχυρή και δυναμική μεσαία τάξη όταν απελευθερώσουμε τις δικές μας δημιουργικές δυνάμεις από όσα τις εγκλωβίζουν σήμερα. Και τίποτα δεν κρατάει τις δυνάμεις μας περισσότερο εγκλωβισμένες από το ίδιο το κράτος και τις δυσλειτουργικές τους δομές. Ο μύθος των ξένων επενδύσεων που θα έρθουν όταν απαξιώσουμε την αξία των δυνατοτήτων των Ελλήνων είναι αποπροσανατολιστικός αφού κανένας δεν πρόκειται να εμπιστευτεί την ελληνική οικονομία αν δεν την εμπιστευτούμε πρώτα εμείς. Κανείς δεν θα φέρει τα λεφτά του στην Ελλάδα όσο βλέπει εμάς να βγάζουμε τα δικά μας έξω. Η πραγματικότητα είναι ότι θα σταθούμε στα πόδια μας, όχι όταν απαξιώσουμε την αξία μας ως Έλληνες, αλλά όταν πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και τις απελευθερώσουμε από τον βραχνά μιας κακοσχεδιασμένης γραφειοκρατίας που υπηρετεί την εξουσία της κεντρικής πολιτικής ηγεσίας και τα συμφέροντα των λίγων φίλων της.
Με άλλα λόγια, η δημιουργία μιας δυνατής και δυναμικής μεσαίας τάξης δεν είναι οικονομική διαδικασία. Είναι πολιτική. Και πρέπει να ξεκινήσει τώρα, ακόμα και με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει, και καταλαβαίνω αν τρομάζει κάποιους, ότι η διαδικασία επαφίεται στη δυνατότητα πολιτικών κομμάτων να εκφράσουν και να υλοποιήσουν ένα ολοκληρωμένο προγραμματικό πλαίσιο αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας του κράτους ώστε να αποκτήσει την ικανότητα και τα εργαλεία να ανταπεξέλθει στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν σήμερα πολλοί πολιτικοί φορείς που μπορούν να το κάνουν αυτό διότι δεν σκέφτονται με όρους που αφορούν την κοινωνία. Αν υπήρχαν, η αποχή δεν θα ήταν τόσο δελεαστική.
Η Νέα Δημοκρατία παραμένει ένα συντηρητικό, ολιγαρχικό κόμμα με δουλείες προς τα άκρα. Έχει υιοθετήσει την ξενόφερτη άποψη ότι η οικονομία ορίζει το μέλλον και άρα ότι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς πρέπει να υπηρετηθεί ακόμα και αν κάνει ζημιά στην κοινωνία και στους πολίτες. Για τη Νέα Δημοκρατία η κοινωνία στο σύνολό της δεν αποτελεί πηγή δημιουργίας αλλά εργαλείο κάποιων λίγων που μπορούν να κατευθύνουν την ανάπτυξη και άρα το μέλλον του τόπου. Το σχέδιό της για την ελληνική κοινωνία περνάει μέσα από την ενίσχυση όσων, κατά την ίδια, μπορούν να οδηγήσουν μια τέτοια πορεία.
Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ποτέ σχέδιο για την ελληνική κοινωνία. Αποτελεί ένα μονοδιάστατο πολιτικό μόρφωμα, που υπηρετεί ιδεοληψίες και δογματισμούς με ακαδημαϊκές και παλαιοκομματικές ρίζες, με αποτέλεσμα να παραμένει εξαρτημένο από δουλείες μιας αντιδραστικής και συντηρητικής, όχι προοδευτικής, Αριστεράς. Στη θεωρία, για τον ΣΥΡΙΖΑ η δημιουργία δεν είναι δικαίωμα όλων των Ελλήνων αλλά προνόμιο των λίγων και για αυτό πρέπει να καταπολεμηθεί. Στην πράξη όμως λειτουργεί πιο υποτελειακά στο κεφάλαιο, ειδικά στο ξενόφερτο, από κάθε άλλη κυβέρνηση που έχει κυβερνήσει τη χώρα από την μεταπολίτευση.
Η πραγματικότητα είναι ότι κανένα κόμμα δεν εξέφρασε πιο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο για μια μεσαία τάξη που στέκεται περήφανα στα πόδια της, συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση και πρόοδο μιας δίκαιης κοινωνίας μέσα στην οποία ο καθένας μας εκφράζεται και δημιουργεί ελεύθερα, από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα το 1981. Και αυτό διότι κανένα κόμμα πριν και κανένα κόμμα μετά δεν πίστεψε με περισσότερο πάθος στον Έλληνα και τις δυνατότητές του. Έτσι έβαλε στο επίκεντρο της πολιτικής του πρότασης τον Έλληνα πολίτη, τον άνθρωπο.
Στο όραμα που εξέφρασε στο Συμβόλαιο με το Λαό, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη σοσιαλιστική πρόταση, κομμένη και ραμμένη για τις ανάγκες της δικής μας κοινωνίας διότι ξεκινούσε από την υπόσχεση απελευθέρωσης του Έλληνα από τους βραχνάδες της εποχής του, όραμα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο σήμερα.
Με λόγο περιεκτικό εξέφρασε ένα πλαίσιο αξιών, θέσεων και προτάσεων που ενέπνευσε γενιές Ελλήνων. Και ενώ οι καιροί έχουν αλλάξει, η απαίτηση για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση παραμένει πολιτικά καθοριστική. Υπό αυτή την έννοια, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα παραμένει η μόνη πολιτική δύναμη που έχει προτείνει μια συγκεκριμένη πορεία εξέλιξης της Ελληνικής κοινωνίας μέσα από την ενδυνάμωσης της μεσαίας τάξης.
Στα χρόνια που κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ έγιναν πολλά σωστά και πολλά λάθη και η ιστορία του κόμματος, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, θα απασχολήσει φίλους και εχθρούς για δεκαετίες. Κυρίως διότι, εκ του αποτελέσματος, το όραμά μας για μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία δεν έγινε πράξη στο βαθμό που δεσμευτήκαμε. Το κόμμα και οι πολιτικές του, οι άνθρωποι, οι προθέσεις και η αποτελεσματικότητά τους, δοξάστηκαν και λοιδορήθηκαν από όλους μας σε βαθμό που δεν έγινε με κανένα άλλο κόμμα. Ίσως, διότι η μεγάλη πλειοψηφία μας, σε κάποια φάση της ζωής μας, το εμπιστευτήκαμε με πάθος και άρα μόνο με πάθος θα μπορούσαμε να του ασκήσουμε κριτική.
Αυτό όμως που δεν έγινε ποτέ τα τελευταία 36 χρόνια είναι να αμφισβητηθεί η αρτιότητα του οράματος που εξέφρασε το 1981 διότι απαντούσε ολοκληρωμένα στις διαχρονικές απαιτήσεις και ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που παρέμεινε ζωντανό και αναγεννήθηκε από την τέφρα του το 1993, το 1996 και το 2009 παρά τις συντονισμένες προσπάθειες όμορων κομμάτων να το αποδεκατίσουν. Το Κίνημα κατάφερνε να αλλάζει ριζικά και να εκφράσει τις ανάγκες της εποχής του με νέες πολιτικές προτάσεις και νέα πρόσωπα διότι από την ίδρυσή του είχε, περισσότερο από άλλα κόμματα, τρία χαρακτηριστικά: (1) έβαζε στο επίκεντρο της πολιτικής του σκέψης τον Έλληνα πολίτη, (2) παρέμενε προσηλωμένο στο στόχο να χτίσει μια ισχυρή μεσαία τάξη και (3) σεβόταν δημοκρατικές διαδικασίες.
Δυστυχώς για τη χώρα και το χώρο, είναι η πρώτη φορά που η ηγεσία γυρίζει την πλάτη τόσο στο όραμα που θα έπρεπε να μας δίνει κατεύθυνση όσο και στις δημοκρατικές διαδικασίες που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν το Κίνημα σήμερα. Πρώτη φορά από την ίδρυσή του, η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με τρόπο που δεν αξίζει ούτε στην ίδια ούτε στην ιστορία του Κινήματος, έχει αποφασίσει να υποστείλει τη σημαία μας χάριν μιας σημαίας που δεν σημαίνει τίποτα σε κανέναν. Μια σημαία άχρωμη και άοσμη που δεν εμπνέει ούτε τα πάθη αλλά ούτε την αγάπη και τον σεβασμό που εμπνέει η δική μας διότι δεν εκπροσωπεί ούτε την υπόσχεση του 1981 ούτε μια καινούρια.
Γιατί όμως τέτοια εμμονή με τη διάλυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος; Διότι η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θεωρεί το ΠΑΣΟΚ μικρό, τοξικό και τελειωμένο. Πιστεύει ότι δεν λέει τίποτα σε κανέναν, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η μόνη που δεν λέει τίποτα σε κανέναν είναι η ίδια, μιας που αρνείται να μιλήσει πολιτικά από την ημέρα που ανέλαβε. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις όπως οι προτάσεις για τα κόκκινα δάνεια και το κείμενο που βγήκε από τη διαβούλευση με το Ποτάμι, η υπόλοιπη πολιτική ζωή της ΔΗΣΥ χαραμίζεται σε ανούσιες κοινωνικές ζυμώσεις με κόμματα και πολιτικά μορφώματα που κατά κύριο λόγο προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ.
Έτσι, μετά από μια Ιδρυτική Συνδιάσκεψη και μια δεύτερη «Συνδιάσκεψη Γνωριμίας», η Δημοκρατική Συμπαράταξη παραμένει κενή πολιτικού περιεχομένου. Και αυτό διότι ακόμα και τα θετικά κείμενα που προέρχονται από τους τομείς στερούνται οραματικού πλαισίου, που θα έπρεπε να προέρχεται από την κεντρική ηγεσία, και δημοκρατικής νομιμοποίησης, που θα έπρεπε να προέρχεται από έναν μεστό και ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία. Πολιτική δουλειά δεν γίνεται. Και κόμμα που δεν δουλεύει πολιτικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας.
Η πολιτική ανυπαρξία της ΔΗΣΥ θα ήταν μικρό πρόβλημα αν την ίδια ώρα χτίζαμε ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ. Αλλά ούτε αυτό κάνουμε. Ιστορικά στελέχη μας που ντρέπονται να βγουν στο δρόμο, έχουν ξεκινήσει μια πορεία απαξίωσής του ελπίζοντας να σωθούν οι ίδιοι. Λυπάμαι για αυτό, αλλά μόνο έτσι μπορώ να ερμηνεύσω και τα συμβάντα της τελευταίας Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής όπου χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες αποφασίστηκε μια πορεία που γυρίζει την πλάτη σε σύμβολα και αξίες που ενέπνευσαν αλλά διατηρεί στο ακέραιο πρόσωπα, συμπεριφορές και νοοτροπίες που φοβίζουν και απωθούν. Εκτός από λάθος, αυτή η συμπεριφορά είναι βαθιά ανιστόρητη σε ένα Κίνημα που πολλά στελέχη θυσίασαν τους εαυτούς τους για το συνολικό καλό.
Είναι προφανές σε κάθε Έλληνα πολίτη, που μας κάνει ακόμα την τιμή να ασχολείται μαζί μας, ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη ξεκινάει την πορεία της ως ένα νέο κόμμα με ίδια πρόσωπα, αδυσώπητες φράξιες σε σύγκρουση και μικροκομματικές φιλοδοξίες από ανθρώπους που νιώθουν να μεγαλώνουν πολιτικά όσο μικρότερο είναι το κόμμα στο οποίο ανήκουν. Και εξαντλεί τις περιορισμένες του δυνάμεις σε προσωπικούς διαξιφισμούς χωρίς να κάνει ό,τι χρειάζεται για να μεταφράσει τις αρχές και τις αξίες του ΠΑΣΟΚ σε προτάσεις που πάνε την κοινωνία μπροστά. Δεν είναι καλό ξεκίνημα. Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί ούτε θα μπορέσει να υπηρετήσει την ελληνική μεσαία τάξη, πόσο μάλλον να την αναγεννήσει. Το εγχείρημα είναι θνησιγενές ακόμα και αν υπηρετήσει βραχυπρόθεσμα τις φιλοδοξίες στελεχών της να κρατήσουν τις καρέκλες τους.
Λυπάμαι για αυτό, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται ότι το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα είναι πολλά περισσότερα από τους θαμώνες της Χαριλάου Τρικούπη, την κοινοβουλευτική του ομάδα και τη δημοσκοπική του δύναμη. Ότι όταν υποστέλλει τη σημαία δεν γυρίζει μόνο την πλάτη σε σύμβολα αλλά στη μεστή ιστορία του, στον κόσμο που ενέπνευσε, στην κοινωνία από την οποία γεννήθηκε, στα κοινωνικά στρώματα που υποσχέθηκε να ενισχύσει. Κυρίως, γυρίζει την πλάτη στο όραμα που γέννησε σε όλους μας προσδοκίες για μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Έχω αποφασίσει να μην ακολουθήσω τους συντρόφους μου σε αυτήν την πορεία. Δεν ήρθα και δεν έμεινα στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα για αυτό. Ήρθα και έμεινα για να υπηρετήσω, με όσους συντρόφους μου θέλουν και μπορούν την υπόσχεση που δώσαμε για μια κοινωνία ελεύθερη και δημιουργική. Για την υπόσχεση που βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της πολιτικής, όπως αυτή εκφράστηκε στην ίδρυση του Κινήματος και όχι όπως κακοποιήθηκε από τα στελέχη που σήμερα τρέχουν να σωθούν. Και πιστεύω ακράδαντα ότι η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από αυτήν την υπόσχεση πιο πολύ από ποτέ.
Για να φέρουμε την υπόσχεση στο κέντρο της πολιτικής μας πρότασης και να σταθούμε και πάλι με αξιώσεις δίπλα στην ελληνική κοινωνία θα χρειαστεί να εργαστούμε σε δύο επίπεδα:
Πρώτον, να μεταφράσουμε το όραμα του 1981 σε προτάσεις που αφορούν την κοινωνία σήμερα. Ενώ οι αξίες μας έχουν παραμείνει αλώβητες, ενώ η υπόσχεση απελευθέρωσης των δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, οι θέσεις και οι προτάσεις μας χρειάζεται να συνυπολογίσουν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ, τη σημερινή και αυριανή θέση της χώρας στην παγκόσμια σκηνή, τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και των νέων τεχνολογιών, την κρίση που μας έχει πάει πολλά χρόνια πίσω, τις νέες απαιτήσεις μιας μεσαίας τάξης που κατέρρευσε. Χρειάζεται δηλαδή να δουλέψουμε και πάλι το «πώς» θα πετύχουμε το στόχο μας συνυπολογίζοντας τα λάθη που κάναμε στο παρελθόν και κατανοώντας χωρίς ψευδαισθήσεις γιατί τα κάναμε.
Δεύτερον, να υιοθετήσουμε ένα νέο καταστατικό που αντιλαμβάνεται το ρόλο ενός σύγχρονου δημοκρατικού και βαθιά ιδεολογικού κόμματος, τη σημασία να συμμετέχουν όλοι όσοι θέλουν και μπορούν και την ανάγκη να αξιοποιήσουμε κάθε στέλεχος όσο φειδωλή και αν είναι η διαθεσιμότητά τους. Η εποχή που ο πολιτικός εθελοντής ήταν το αυριανό ρουσφέτι έχει παρέλθει και χρειαζόμαστε ένα κόμμα ανοιχτό που συμπεριφέρεται στους συνεργάτες του, στα μέλη και τους εθελοντές του, με σεβασμό και τους μιλάει με παρρησία.
Σήμερα, είμαι πια σίγουρος ότι η υπόσχεση που έδωσε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα για μια δυναμική και δημιουργική μεσαία τάξη μέσα από αλλαγές στο κράτος που θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα του πολίτη, αποτελεί θεμέλιο και αφετηρία για την αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. Ότι το Κίνημα θα ξαναγίνει ένα με την κοινωνία όταν επαναφέρει το όραμά του και τη βάλει στο επίκεντρο της πολιτικής του πρότασης. Και ότι θα μεγαλώνει όσο κάθε μας λόγος και κάθε μας πράξη απαντάει στις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνίας μέσα από αυτό το πρίσμα. Δηλαδή, όσο μένουμε πιστοί στο όραμα και στο πλευρό της κοινωνίας.
Σε αυτή την προσπάθεια θέλω να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις στρατεύοντας κάθε μέλος και φίλο αλλά και κάθε Έλληνα που θέλει να συμμετέχει σε μια ουσιαστική πολιτική διαδικασία με στόχο την ισχυροποίηση της ελληνικής μεσαίας τάξης.
Πολλοί θα πουν ότι δεν αξίζει τον κόπο. Ότι αξίες, όραμα, ιδεολογίες δεν λένε τίποτα σε κανέναν, καθώς η πολιτική σήμερα εξαντλείται στην ατάκα, στο facebook και το twitter. Ότι αν στην πολιτική δεν μπορείς να εκφραστείς σε 140 χαρακτήρες δεν αξίζει να μιλάς. Και ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι έναν κεντρώο τεχνοκράτη που θα στρογγυλέψει τις πολιτικές γωνίες και θα μας ενώσει απέναντι στα άκρα.
Δεν ξέρω για άλλες χώρες αλλά ξέρω ότι αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα. Εδώ, αγαπάμε την πολιτική βαθιά διότι αποτελεί μοναδικό εργαλείο ελεύθερης έκφρασης και δημιουργικής σκέψης. Ζούμε την πολιτική με πάθος διότι μόνο μέσα από την πολιτική δημιουργούμε συλλογικότητες που μπορούν να μας πάνε μπροστά. Ασκούμε την πολιτική με ένταση διότι η πολιτική μας ενώνει ακόμα και όταν διαφωνούμε. Και θέλουμε αιχμές διότι οι στρογγυλεμένες πολιτικές προτάσεις ούτε να εμπνεύσουν, ούτε να απαντήσουν στις προκλήσεις μπορούν.
Αυτήν την πολιτική θέλω να υπηρετώ και για αυτό είμαι και παραμένω μέλος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, πεπεισμένος ότι αν βάλουμε και πάλι τον άνθρωπο στο επίκεντρο της πολιτικής μας σκέψης, το διαχρονικό μας όραμα στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και συναντηθούμε με όσους πολίτες δεν έχασαν ποτέ την πίστη τους στον Έλληνα, όχι μόνο θα σταθούμε και πάλι πλάι στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο θα επαναφέρουμε την πολιτική εκεί που της αξίζει, αλλά θα καταφέρουμε, καλύτερα από ποτέ, να υπηρετήσουμε το λαό και την πατρίδα, αυτό δηλαδή για το οποίο γεννηθήκαμε.