Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

 

Ολοκληρώνεται σήμερα μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία: Η πρόταση δυσπιστίας. Μια κορυφαία διαδικασία, που σπάνια όμως οδηγεί σε δυσπιστία και πτώση της Κυβέρνησης.

 

Τότε γίνεται, γιατί;

 

Κυρίως, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Για να αναδείξει την κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τώρα. Και τον ρόλο του καθενός μας μέσα σε αυτήν. Όχι μόνο μέσα στο Κοινοβούλιο αλλά και έξω από αυτό. Στην κοινωνία.

 

Ας δούμε, λοιπόν, τι καταλάβαμε για την κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας πριν κλείσουν οι αρχηγοί.

 

Πρώτον, ότι η απόγνωση στην κοινωνία είναι ικανή να οδηγήσει σε μία κοινή θεσμική πρωτοβουλία, κόμματα που νιώθουν ότι έχουν ελάχιστα κοινά μεταξύ τους. Είτε με την υπογραφή τους, είτε με την ψήφο τους.

 

Απέναντι σε ένα κυβερνητικό σύστημα που αξιοποιεί κάθε όπλο που έχει στη διάθεσή του, προσπαθώντας να μας χλευάσει όλους. Εμείς δείξαμε αποφασιστικότητα για αλλαγή, εκείνο έφτασε στα όρια του γελοίου. Αλλά τους κόπηκαν γρήγορα τα γέλια.

 

Δεύτερον, ότι η αγωνία της Νέας Δημοκρατίας για την καρέκλα είναι ικανή να συσπειρώσει τους Βουλευτές της γύρω από τον Πρωθυπουργό. Λογικό.

 

Η συσπείρωση, όμως, δηλώνει και συνυπευθυνότητα.

 

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, σήμερα μπορεί να λειτουργήσετε ως ομάδα γύρω από τον Πρωθυπουργό σας. Αύριο όμως, ξεκινάει ο δικός σας, μοναχικός Γολγοθάς. Εκείνος, θα έρθει στο πλευρό σας;

 

Θα σας δώσει όπλα να υπερασπιστείτε αύριο, την ψήφο που του δώσετε σήμερα; Ή θα ασχολείται ολημερίς να βρει θαμμένα emails και δικαιολογίες για τον εαυτό του; Ρωτάω, διότι αυτό το τριήμερο, αυτό έκανε.

 

Το τρίτο που ανέδειξε αυτό το τριήμερο, και άκουσα προσεκτικά τις ομιλίες, είναι πόσο έχει απομονωθεί η Κυβέρνηση από την πραγματικότητα.

 

Ακούσαμε τον Πρωθυπουργό και τους Yπουργούς του να υπερασπίζονται αυτά που είναι αδύνατο να υπερασπιστείς, αν έχεις στοιχειώδη συναίσθηση. Όσο πιο κοντά του, τόσο πιο σθεναρά τον υπερασπιζόντουσαν.

 

Δεν είναι τυχαίο ότι, οι μόνες ομιλίες κυβερνητικών που αξιολογήθηκαν ειδησεογραφικά, ήταν Yπουργών που μέχρι λίγα χρόνια πριν, δεν ήταν καν Νέα Δημοκρατία.

 

Γιώργος Φλωρίδης, Μάκης Βορίδης, Άδωνις Γεωργιάδης, Άκης Σκέρτσος.

 

Πώς το είπε ο Πρόεδρός μας; «Τα τάγματα των γενίτσαρων». Πολύ σωστά. Όμως αυτή η πραγματικότητα ανέδειξε και κάτι ακόμα:

 

Ότι οι Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, που έχουν ακόμα το αυτί τους στην κοινωνία, δεν αντιμετωπίζουν με το ίδιο σθένος τη θεωρία της κυβερνητικής αριστείας. Και αν το έκρυψαν επιμελώς αυτές τις μέρες, να είστε σίγουροι ότι θα τους βγει αύριο στα καφενεία. Μια εσωτερική βόμβα έχει απασφαλίσει στη Νέα Δημοκρατία.

 

Θα μου πείτε, τι μας νοιάζει εμάς, τι έχουν πάθει στη Νέα Δημοκρατία; Μας νοιάζει. Διότι η δική τους κατάσταση αναδεικνύει πώς θα κυβερνήσουν από εδώ και πέρα.

 

Όταν έχεις μια Κυβέρνηση που δεν μπορεί να υπερασπιστεί το έργο της και μια κοινοβουλευτική ομάδα που δεν θέλει να το υπερασπιστεί, εκεί έξω στην κοινωνία, τότε έχεις τελειώσει πολιτικά.

 

Βάλτε τώρα στο κάδρο και τον κόσμο στον δρόμο. Δεν είναι μόνο το μέγεθος των συγκεντρώσεων. Είναι η αποφασιστικότητά τους για αλλαγή. Και αρχίζει και δένει η εικόνα της κατάρρευσης. Και φυσικά, όταν αρχίζει να καθαρίζει η εικόνα, αρχίζει να φαίνεται ο ελέφαντας στο δωμάτιο.

 

Γιατί έρχεται η ώρα: Μετά τον Μητσοτάκη, τι;

 

Απαντώ:

 

Μετά τον Μητσοτάκη, μια Κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει το κύρος της χώρας μας στο εξωτερικό.

 

Παρούσα. Ενεργητική παντού. Γέφυρα λαών και πολιτισμών.

 

Αποκαθιστώντας την πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική, που υπηρέτησαν όλες οι Κυβερνήσεις από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Πλην της σημερινής. Μόνο έτσι, θα μπορέσουμε να κάτσουμε και πάλι, ισότιμα, στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να διεκδικήσουμε περισσότερα για την Πατρίδα μας. Και για την ίδια, την Ένωση.

 

Μετά τον Μητσοτάκη μια Κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή, δίνοντας μάχη με την ανισότητα.

 

Αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της πατρίδας μας: Ένα φορολογικό σύστημα που φορολογεί το εισόδημα και όχι το επάγγελμα. Ένα τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί για όλους και όχι μόνο για τους λίγους.  

 

Μια δημόσια περιουσία που θα επιστρέψει στα χέρια αυτών, που μπορούν να την αξιοποιήσουν: δηλαδή στις Περιφέρειες και τους Δήμους ώστε με λογοδοσία και κατεύθυνση να επενδύσουν στα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα.

 

Και μια αναδιανομή των χρημάτων που μας έρχονται από το εξωτερικό, για να διαχυθούν όσο περισσότερο γίνεται μέσα στην κοινωνία, από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Για να διευρυνθεί η παραγωγική μας βάση και να χτίσουμε, επιτέλους, μια πραγματικά Πατριωτική Οικονομία.

 

Και τρίτον, μετά τον Μητσοτάκη, μια Κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει το κύρος των θεσμών, έργο των οποίων είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων κάθε πολίτη. Ξεκινώντας από μια Κυβέρνηση, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως παράδειγμα δικαιοσύνης:

 

Θέτοντας πρώτα τον εαυτό της, αλλά και κάθε άλλη εξουσία, σε κρίση – όχι μονάχα τους δημόσιους υπάλληλους, κε Μητσοτάκη. Μια Κυβέρνηση που μπορεί να μιλάει για αξιολόγηση, γιατί την εφαρμόζει πρώτη στον εαυτό της, στα στελέχη της.

 

Που μπορεί να μιλάει για αξιοκρατία, γιατί πρώτη δίνει το παράδειγμα. Μια Κυβέρνηση που συμπεριφέρεται σε κάθε Ελληνίδα και Έλληνα, ισότιμα. Γιατί το ρουσφέτι διαλύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Κρατάει τα παιδιά μας στην ξενιτιά. Ενίοτε, δολοφονεί.

 

Μια Κυβέρνηση που θα κηρύξει πόλεμο στο «πάμε κι όπου βγει». Που θα κηρύξει πόλεμο στη μετριότητα, στον συμβιβασμό, με την Ελλάδα στον πάτο των κοινωνικών και θεσμικών δεικτών. Αντιμετωπίζοντας με θάρρος τα λάθη της, όχι μόνο για να τιμωρηθούν οι όποιοι υπεύθυνοι, αλλά κυρίως για να μην τα επαναλάβει. Διάφανα και δίκαια.

 

Υπάρχει τέτοια Κυβέρνηση;

 

Να και ένα σωστό που υπενθύμισε ο Πρωθυπουργός: Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αλίμονο αν δεν είχαμε επιλογές.

 

Για μένα, η επιλογή είναι ξεκάθαρη: το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Ένα κόμμα με πείρα, σοβαρότητα και θεσμικότητα. Αλλά στη Δημοκρατία δεν μετράει η γνώμη του ενός. Μετράει η γνώμη όλων. Αυτή είναι η δύναμή της. Για αυτό κάνουμε εκλογές.

 

Όσο το συντομότερο, λοιπόν, τόσο το καλύτερο.

 

Σας ευχαριστώ.